Για μια χρονιά ακόμα οι οιωνοί για την κατάσταση στα πανεπιστήμια, προδιαγράφουν ένα δύσκολο χειμώνα. Δεν είναι μόνο τα επεισόδια που σημειώθηκαν κατά την τελετή ανάληψης των καθηκόντων του νέου πρύτανη στην Αθήνα, αλλά και η αναστάτωση που αναμένεται να προκληθεί από την αλλαγή του καθεστώτος των μετεγγραφών. Η σημαντική άνοδος των βάσεων που καταγράφηκε σε σχολές της επαρχίας, που διαθέτουν αντίστοιχα τμήματα με τα πανεπιστήμια του κέντρου, αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην πρόθεση των νέων φοιτητών να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες μετεγγραφής που τους δίνουν οι νέες ρυθμίσεις.

Όσο λογικό κι αν ακούγεται σε εποχές κρίσης, όπως η σημερινή, να διευκολύνονται οι φοιτητές να σπουδάζουν στον τόπο κατοικίας τους ή στον τόπο που φοιτά ένα άλλο μέλος της οικογένειας τους, δεν παύει το μέτρο αυτό να αλλοιώνει τις συνθήκες σπουδών. Πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς τα πανεπιστήμια που θα δεχθούν τους υπό μετεγγραφή φοιτητές, έχουν περιορισμένες υποδομές και παράλληλα έχουν υποστεί σημαντική μείωση της χρηματοδότησης τους. Με αναπόφευκτη συνέπεια την υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, λόγω της υπερπληθώρας φοιτητών. Αν μάλιστα προσθέσουμε σε αυτά τα προβλήματα το γεγονός ότι και πάλι σε 69 τμήματα εισήχθησαν φοιτητές με επιδόσεις κάτω από τη βάση, είναι προφανές ότι θα έχουμε μια εκπαίδευση πολλών ταχυτήτων και πολλαπλών πτυχίων χωρίς αντίκρισμα…

Είμαστε ίσως η μοναδική χώρα στον ανεπτυγμένο τουλάχιστον κόσμο, που κάθε χρόνο έχουμε αλλαγές που αντί να βελτιώνουν την κατάσταση της εκπαίδευσης, δημιουργούν νέα προβλήματα. Η αδυναμία της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά κυρίως η έλλειψη μιας συγκροτημένης, μακροχρόνιας εθνικής στρατηγικής, για την παιδεία, οδηγεί είτε σε βιαστικές ρυθμίσεις, είτε σε ευκαιριακές αλλαγές με συνέπεια και την υποβάθμιση της παιδείας και την παραγωγή πτυχιούχων που διογκώνουν τους καταλόγους των ανέργων. Κι όλα αυτά την ώρα που οι πάντες ομνύουν στην αξία της εκπαίδευσης, ως τη μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, ως την καλύτερη επένδυση για το μέλλον. Είναι καιρός, να αφήσουν οι εκάστοτε υπουργοί τις ανατροπές των αποφάσεων των προκατόχων τους και να αναζητήσουν επιτέλους τις δυνατότητες μιας εθνικής συνεννόησης, μήπως και μπορέσουμε κάποτε να συμφωνήσουμε για το τι είδους παιδεία θέλουμε και για το πώς μπορούμε να επενδύσουμε πραγματικά στο μέλλον της νέας γενιάς.

ΤΟ ΒΗΜΑ