Παρακολουθώντας μέσω internet την απευθείας μετάδοση του «Τροβατόρε» από το Σάλτσμπουργκ ένιωσα θλίψη για την κατάντια του Πλάθιντο Ντομίνγκο. Χρησιμοποιώ συνειδητά τον βαρύ χαρακτηρισμό. Είναι ο πλέον κατάλληλος για να περιγράψω την απερίγραπτη εικόνα που παρουσίαζε ο σπουδαίος κάποτε ισπανός τενόρος στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει στα 73 του χρόνια έναν ρόλο που όχι απλώς δεν ταίριαζε με την ηλικία του, αλλά και που, ποτέ των ποτών, ούτε στα περίλαμπρα και δοξασμένα νιάτα του, δεν ήταν κατάλληλος για τη φωνή του. Με τον Κόντε ντι Λούνα, το μόνο που κατάφερε να επιβεβαιώσει ο Ντομίνγκο είναι ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Και να κάνει εκείνους που τον είχαν χειροκροτήσει με ενθουσιασμό στα πρώτα να μελαγχολήσουν. Μελαγχολώ κι εγώ και στενoχωριέμαι παρακολουθώντας τις τελευταίες εμφανίσεις του. Οπου τα (καλλιτεχνικά) στερνά του μοιάζουν με μια επίμονη προσπάθεια να διαγράψει το παρελθόν του. Αυτό έκανε στη σκηνή του Σάλτσμπουργκ ο παππούς Πλάθιντο, προσπαθώντας να πείσει ως αρρενωπός εραστής που δεν μπορούσε να ελέγξει τη ζωώδη ερωτική έλξη του προς την εκλεκτή της καρδιάς του.
Η εμφάνιση, τραγελαφική. Η απόλυτη, όμως, καταστροφή ήρθε όταν ο παππούς άνοιξε το στόμα του για να αποδώσει την εξαιρετικών τεχνικών απαιτήσεων μουσική του Βέρντι. Την οποία απλώς δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Διαρκώς λαχανιασμένος, κουρασμένος από τις πρώτες κιόλας νότες, δυσκολευόταν να ακολουθήσει την ορχήστρα, έχανε λέξεις, ξεροκατάπινε, έμοιαζε να αγωνίζεται για να κατακτήσει κάτι που εμφανώς τον ξεπερνούσε. Ηταν τρομακτικό να βλέπεις τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη να εκτίθεται και να γελοιοποιείται χωρίς λόγο, όταν δεν έχει ανάγκη ούτε το χρήμα (έπειτα από τόσα χρόνια στην πρώτη γραμμή, με τα υψηλότερα κασέ που έχει λάβει ποτέ λυρικός τραγουδιστής, είναι εκατομμυριούχος) ούτε τη δόξα, την οποία θα έπρεπε να έχει χορτάσει έπειτα από έξι δεκαετίες στο κουρμπέτι και έπειτα από εκατοντάδες παραστάσεις, ρεσιτάλ και ηχογραφήσεις.
Ονειρευόμουν ότι κάποια στιγμή θα γινόταν το θαύμα: θα έβγαιναν από τα παρασκήνια τα παιδιά του και η γυναίκα του, θα του έλεγαν «Πάμε, τελείωσε, ας ξεκουραστείς τώρα» και θα τον έπαιρναν μακριά από την απαξίωση. Τον σπρώχνει, όμως, φοβάμαι, και η οικογένειά του να συνεχίσει, προσδοκώντας ακόμη μεγαλύτερα κέρδη. Το ίδιο, υποπτεύομαι, συμβαίνει με την επίσης σπουδαία Μονσεράτ Καμπαγέ, η οποία προκαλεί θλίψη τραγουδώντας χωρίς φωνή και προσπαθώντας να καλύψει τα 80 και βάλε χρόνια της κάτω από βαρύ μακιγιάζ, με μια κατάμαυρη περούκα που προσδίδει στην εικόνα της ακόμη μεγαλύτερη απελπισία.
Ομως και στην Ελλάδα, και όχι μόνο στον χώρο του κλασικού τραγουδιού, συναντάμε παρόμοια φαινόμενα: εκείνους και εκείνες (ενίοτε διεθνείς σταρ) που αρνούνται να καταλάβουν ότι με κάθε νέα εμφάνισή τους, με κάθε νέο γενέθλιο, με κάθε νέα αποχαιρετιστήρια συναυλία (που θα επαναληφθεί ξανά και ξανά, με το «adieu» να χάνει τη σημασία του και να σημαίνει «au revoir»), καταφέρουν και από ένα νέο πλήγμα στη δημόσια εικόνα τους, στην καλλιτεχνική τους υπόσταση. Οτι το χειροκρότημα του κοινού, όσο και αν ακούγεται στα αφτιά τους ως επιβεβαίωση («αρέσω ακόμη, μπορώ ακόμη!»), δεν λέει την αλήθεια, δεν είναι τόσο η επιβράβευση των σημερινών επιδόσεων όσο η ηχώ των επιτυχιών του μακρινού παρελθόντος. Οτι τα ηχογραφημένα-μαγνητοσκοπημένα στιγμιότυπα από τις εμφανίσεις τους (σήμερα όλα καταγράφονται νομίμως ή παρανόμως) θα τους δυσφημούν στις γενιές του μέλλοντος, στους ακροατές που θα τους κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα, χωρίς την τρυφερότητα-κατανόηση ημών που τους γνωρίσαμε στα καλύτερά τους και τους αντιμετωπίζουμε με επιείκεια στα χειρότερά τους, έτσι σε ανάμνηση και της δικής μας νιότης.
Με λίγα λόγια, το παιχνίδι έχει σκληρούς κανόνες: εκείνοι που αποφάσισαν να κάνουν πρωταθλητισμό πρέπει να αποχωρούν την κατάλληλη στιγμή. Οταν ακόμη εμπνέουν θαυμασμό και όχι λύπη. Αυτό σκεφτόμουν παρακολουθώντας την αυτοαπομυθοποίηση (και) του Ντομίνγκο. Ο οποίος, ως Κόντε ντι Λούνα των (διόλου υπερήφανων) γηρατειών, στην κωμικοτραγική προσπάθειά του να κατακτήσει τη γοητευτική Ελεονώρα (γοητευτική στην παρτιτούρα του Βέρντι, όχι στην ερμηνεία της υπερτιμημένης Αννας Νετρέμπκο, της ρωσίδας υψιφώνου που για άλλη μία φορά τραγουδούσε λες και είχε προηγουμένως καταναλώσει πιροσκί με ξινολάχανο), ήταν ξαφνικά μικρός, πολύ πιο μικρός από ό,τι τον ήξερα. Δεδομένου ότι το πρόγραμμά του είναι ασφυκτικά γεμάτο για τους επόμενους μήνες (περιλαμβάνει ακόμη και νέους ρόλους!), θλίβομαι προκαταβολικά για τα χειρότερα που έρχονται. Κρίμα, πόσο κρίμα!

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ