Ηταν Σάββατο απόγευμα όταν ο 18χρονος Michael Brown περπατώντας από το μπακάλικο της γειτονιάς προς το σπίτι της γιαγιάς του σε μια εργατική συνοικία της πόλης Φέργκιουσον, Σεν Λιούις, στο Μισούρι, έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του όπλου του 28χρονου αστυνομικού Darrell Wilson. To θύμα ήταν ένας νεαρός Αφροαμερικανός που μόλις είχε αποφοιτήσει από το λύκειο και τον Σεπτέμβριο ετοιμαζόταν να ξεκινήσει σπουδές στο κολέγιο της περιοχής του. Ο θύτης ήταν ένας λευκός Αμερικανός που ήδη υπηρετούσε στο αστυνομικό σώμα από 22 χρόνων και πριν από λίγους μήνες είχε παρασημοφορηθεί για την προσφορά του στην ασφάλεια των συμπολιτών του. Ο θάνατος του Brown οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ πολιτών, αστυνομίας και εθνοφρουράς που μαίνονται ακόμη και σήμερα. To Φέργκιουσον είναι μια μικρή πόλη 21.000 κατοίκων, 67% των οποίων είναι Αφροαμερικανοί, με μια μικρή σχετικά αστυνομική δύναμη, 95% της οποίας αποτελείται από λευκούς. Πρόκειται για μια ήσυχη πόλη χωρίς παρελθόν σχετικών εξεγέρσεων, ακόμη και αν κανείς ανατρέξει στα ταραγμένα χρόνια των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών τη δεκαετία του 1960. Το τραγικό συμβάν του Αυγούστου μετέτρεψε ξαφνικά τη μικρή πόλη σε έναν μαρτυρικό τόπο επιτέλεσης κάποιων από τις πιο βίαιες κληρονομιές του ιστορικού παρελθόντος αλλά και των συγκρούσεων της παροντικής ιστορίας των ΗΠΑ.
Τα τεκταινόμενα στο Φέργκιουσον ανακαλούν τόσο τοπικές όσο και υπερτοπικές μνήμες αντίστοιχων συγκρούσεων στο Λονδίνο το 2011 αλλά και στο Μπρίξτον τη δεκαετία του 1980, στο Λος Αντζελες των αρχών της δεκαετίας του 1990 και αλλού. Η κάλυψη του γεγονότος από τα ΜΜΕ παγκοσμίως αλλά και η ροή πληροφοριών και οπτικού υλικού στα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανακαλούν επίσης μνήμες των φυλετικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 1960 (αρκεί κανείς να συγκρίνει τις σχετικές φωτογραφίες) αλλά και τη βαριά κληρονομιά της δουλείας και των πολιτικών των διακρίσεων στον αμερικανικό Νότο και όχι μόνο. Η κάλυψη του γεγονότος από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων αλλά και από τον ευρωπαϊκό Τύπο ειδικότερα συχνά αναπαράγει τις τελευταίες ημέρες αντι-αμερικανικά στερεότυπα που υπερτονίζουν την αποτυχία των ΗΠΑ να υπερβούν και να απαλείψουν τη «γραμμή του χρώματος» που όρισε την εθνική ιστορία τους έως και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Αντίθετα, τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης επιμένουν στο ερώτημα που φαίνεται να μας απασχολεί σε κάθε βίαιο ξέσπασμα των ιστορικών παρακαταθηκών που στοιχειώνουν τόσο το παρόν όσο και το μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών: Γιατί τώρα και γιατί εδώ;
Οι φυλετικές ανισότητες έχουν αποτελέσει ένα εγγενές χαρακτηριστικό της συγκρότησης των δυτικών νεωτερικών και μετα-νεωτερικών κοινωνιών. Οι ΗΠΑ αποτελούν ίσως το καλύτερο παράδειγμα χώρας που έχει αναμετρηθεί γενναία τόσο σε θεσμικό όσο και σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο με αυτή τη βαριά ιστορική κληρονομιά: με αντιρατσιστικές νομοθετικές ρυθμίσεις, με συνταγματική θωράκιση ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις, με οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές ενίσχυσης της αφροαμερικανικής κοινότητας, με κοινωνικά κινήματα βάσης που διεκδικούν, περιφρουρούν και διαφυλάσσουν δυναμικά και φωναχτά τις πολιτικές της ισότητας. Αυτές οι θεσμικές και πολιτικές μορφές καταπολέμησης του ρατσισμού φαντάζουν έως και ετεροτοπικές σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η προώθηση ακόμη και ενός αντιρατσιστικού νομοσχεδίου συναντά τόσα προσκόμματα και που ο δημόσιος λόγος εξακολουθεί νομίμως να διέπεται από πλήθος ρατσιστικών εκφορών. Αρκεί να θυμηθούμε τον λόγο που αρθρώθηκε από αξιοπρεπή κατά τα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην κάλυψη του συμβάντος της μικρής Τσιγγάνας Μαρίας από τα Φάρσαλα πριν από μερικούς μήνες για να συμπεράνουμε ότι σε αντίστοιχη περίπτωση στις ΗΠΑ οι μισοί από τους δημοσιογράφους και σχολιαστές θα είχαν απολυθεί πάραυτα και με τον νόμο για χρήση ρατσιστικής φρασεολογίας.
Γιατί όμως στο Φέργκιουσον και γιατί τώρα; Είναι σαφές ότι η τραγική μικροϊστορία της εκτέλεσης του Michael Brown αναδεικνύει με τον πιο βίαιο τρόπο τόσο τις ιστορικές συνέχειες όσο και την παροντική συγκυρία. Οι συνθήκες επισφάλειας που έχει παραγάγει η σημερινή οικονομική κρίση και στις ΗΠΑ έχει τρώσει με ιδιαίτερα έντονο τρόπο τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και ιδιαίτερα τους νεαρούς Αφροαμερικανούς. Σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, το μέσο οικογενειακό εισόδημα των Αφροαμερικανών ανέρχεται σήμερα μόλις στο 58,4 του αντίστοιχου εισοδήματος των λευκών, επιστρέφοντας έτσι στα επίπεδα του 1966-67. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τη βιαιότητα των συγκρούσεων και της εξέγερσης χωρίς να λάβουμε υπόψη αυτή την επιδείνωση των κοινωνικών και οικονομικών συσχετισμών στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας; Το σύνθημα «Χέρια ψηλά. Μην πυροβολείτε» έχει πολλαπλά νοήματα αν συσχετιστεί με τις σύγχρονες συνθήκες επισφάλειας. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι στις διαμαρτυρίες του Φέργκιουσον συμμετέχουν εκπρόσωποι κοινωνικών κινημάτων που έχουν συνδεθεί εμβληματικά με την περίοδο της κρίσης όπως το «Occupy Wall Street» και οι «Anonymous» είτε συμμετέχοντας στις διαδηλώσεις είτε οργανώνοντας «Ημέρες Οργής» σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ.
Πέρα όμως από τη συγκυρία, είναι σαφές ότι πάνω στο νεκρό σώμα του Michael Brown εγγράφεται μια βαριά ιστορική κληρονομιά φυλετικών διακρίσεων που δύσκολα ξεπερνιέται. Αλλά και το χέρι του Darell Wilson oπλίστηκε και από ένα ολόκληρο απόθεμα ιστορικά βιωμένης εμπειρίας λευκής υπεροχής και φυλετικών προνομίων που ορίζουν όχι μόνο την αμερικανική κοινωνία αλλά και την παλαιά και νέα τάξη πραγμάτων σε πλανητικό επίπεδο. «Το πρόβλημα του 20ού αιώνα είναι η γραμμή του χρώματος» έγραφε ο DuBois πάνω από έναν αιώνα πριν. Φαίνεται ότι η γραμμή του χρώματος εξακολουθεί να αποτελεί μέρος του περιγράμματος και του 21ου αιώνα και να αναδύεται συγκυριακά, βίαια και συγκρουσιακά με ποικίλες αφορμές σε μέρη εντελώς ετερόκλητα, από το Φέργκιουσον έως το Παρίσι και το Λονδίνο και από εκεί έως τη Μανωλάδα και τα Πετράλωνα. Εξάλλου, ένας δεύτερος νέoς Αφροαμερικανός έπεφτε νεκρός πριν από λίγες ημέρες στο Φέργκιουσον. Καμία ανάλυση του πολιτικού σήμερα δεν μπορεί να αγνοήσει τη γραμμή του χρώματος. Κάποιες φορές φαίνεται ότι βοηθά να βλέπουμε τα πράγματα ασπρόμαυρα.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ