Διάχυτη είναι η αισιοδοξία σε κυβερνητικούς και οικονομικούς κύκλους, αλλά και στους πιστωτές, ότι η Ελλάδα το δεύτερο εξάμηνο θα βγει από την ύφεση και θα επιστρέψει σε χαμηλούς, αρχικά, ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι στη συνέχεια θα ενισχυθούν.
Πράγματι, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το δεύτερο τρίμηνο του έτους το ΑΕΠ υποχώρησε μόλις κατά 0,2%, που είναι η καλύτερη επίδοση από τότε που πήρε την «κάτω βόλτα» και υψηλότερη των προβλέψεων. Μάλιστα η ανέλπιστα καλή πορεία του τουρισμού δημιουργεί προσδοκίες και ακόμη θετικότερες εξελίξεις.
Ομως δεν επικρατεί το ίδιο κλίμα στο μέτωπο της ανεργίας. Εκεί το ποσοστό εξακολουθεί να παραμένει στο εξαιρετικά υψηλό επίπεδο του 27% και εκφράζονται ανησυχίες ότι οι προβλέψεις για έστω μικρή υποχώρηση στο τέλος του έτους δεν θα επαληθευθούν.
Αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο έχει μια απλή, πλην όμως άκρως ανησυχητική εξήγηση. Οταν υπολογίζεται το ΑΕΠ, προκειμένου να είναι συγκρίσιμο με άλλες χρονιές, αφαιρείται η επίδραση των τιμών.
Διότι αν υπάρχει πληθωρισμός και οι τιμές των αγαθών για παράδειγμα διπλασιαστούν, το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές θα εμφανιστεί διπλάσιο ακόμη και αν η παραγωγή της οικονομίας παραμείνει αμετάβλητη. Ετσι αφαιρείται η επίδραση των τιμών και το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι σε τρέχουσες.
Αντίστοιχα, όταν ο πληθωρισμός είναι αρνητικός (όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα), ενώ το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές υποχωρεί, σε σταθερές αυξάνεται.
Αυτό είναι καλό για τους οικονομολόγους, τους αναλυτές, τους υπουργούς Οικονομικών και τους πρωθυπουργούς για να σχεδιάζουν, να συνεννοούνται στα ευρωπαϊκά συμβούλια, να νομοθετούν στα κοινοβούλια των χωρών τους κ.ο.κ.
Ομως για τους επιχειρηματίες, τους μαγαζάτορες και την αγορά εν γένει αυτό που μετράει είναι τι μπαίνει στο ταμείο, τι βγαίνει και τι μένει στην τσέπη. Ενας επιχειρηματίας προσλαμβάνει ή δεν προσλαμβάνει προσωπικό, όχι ανάλογα με τον όγκο των προϊόντων που πουλάει, αλλά με βάση τα έσοδα και τα κέρδη που έχει ή δεν έχει.
Οταν λοιπόν οι τιμές πέφτουν, τα έσοδα μειώνονται ακόμα και αν οι πωλήσεις παραμένουν σταθερές ή αυξηθούν λιγότερο από την πτώση των τιμών. Οταν μάλιστα την ίδια στιγμή οι επιχειρηματίες πληρώνουν περισσότερους φόρους για να συντηρήσουν ένα υπέρογκο και σπάταλο κράτος, τότε είναι εύλογο γιατί δεν δημιουργούνται θέσεις εργασίας παρά την έξοδο από την ύφεση.
Και το ανησυχητικό είναι πως οι δείκτες της ανεργίας και της ανάπτυξης είναι δύσκολο να συμβαδίσουν όσο η οικονομία εξαρτάται από την εγχώρια ζήτηση. Διότι η διαδικασία μετάλλαξής της σε παραγωγική και εξαγωγική κινείται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ