Ο Διόνυσος των κλασικών χρόνων «δεν ήταν αποκλειστικά, ούτε καν κυρίως, ο θεός του οίνου» επισημαίνει ο Ε. Ρ. Ντοντς στην αξεπέραστη ερμηνευτική και κριτική έκδοση της τραγωδίας του Ευριπίδη*. Hταν ο Δενδρίτης ή Ενδενδρος (η δύναμη μέσα στο δένδρο), ο Aνθιος (αυτός που φέρνει την ανθοφορία), ο Κάρπιος (αυτός που φέρνει την καρποφορία), ο Φλεύς ή Φλέως (η αφθονία της ζωής). Oλοι οι χυμοί της πλάσης συνδέονται μαζί του: οτιδήποτε κυλάει και πάλλεται, ο ζωμός των σταφυλιών, το αίμα των ζώων, «όλα τα μυστηριώδη και ανεξέλεγκτα παλιρροϊκά ρεύματα στη φύση, που άλλοτε υποχωρούν κι άλλοτε πλημμυρίζουν». Αυτό που οι πιστοί του Διόνυσου βίωναν κατά τη διάρκεια της λατρείας του θεού δεν ήταν ένα ξέφρενο μεθύσι που κατέληγε σε σεξουαλικά όργια (όπως έφτασε να θεωρείται την εποχή των ρωμαίων συγγραφέων και μεταγενέστερα), αλλά ένα είδος επικοινωνίας με τον θεό «που μεταμορφώνει ένα ανθρώπινο ον σε βάκχον ή βάκχην», συνεχίζει ο Ντοντς.
Στις ακολούθους του προσφέρει δέρματα ελαφιών, θύρσους και στεφάνια από κισσό. Εκείνες «λύνουν» τη φωνή τους, αρπάζουν τα φρυγικά τύμπανα, αψηφούν τις κοινωνικές συμβάσεις, τρώνε κρέας ωμό και υμνούν τον Βάκχο. Η ορμή των ενστίκτων απελευθερώνεται, μια καινούργια ζωτικότητα εισβάλλει στο σώμα. Ο κάθε πιστός ενώνεται όχι μόνο με τον θεό αλλά και με τους συντρόφους του και με τη γη σε μια διονυσιακή εμπειρία, που «μπορεί να αποτελέσει, για όσους αφήνουν το πνεύμα τους ανοιχτό σ’ αυτήν, βαθιά πηγή πνευματικής δύναμης και ευδαιμονίας».
Στις «Βάκχες» ο Διόνυσος καταφθάνει στη Θήβα για να τη γεμίσει με βακχική χαρά. Οι κάτοικοι της πόλης καλούνται να αποδεχθούν τη νέα θρησκεία, έναν «πόνον ηδύν», μέσα από τελετουργίες γεμάτες χορό και τραγούδι. Ο βασιλιάς Πενθέας όμως, σθεναρά οχυρωμένος πίσω από την αλαζονεία της εξουσίας, επιδεικνύοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στη στρατιωτική δύναμη που διαθέτει, δέσμιος ενός πουριτανισμού που κρύβει κατά βάθος νοσηρή σεξουαλική περιέργεια, αρνείται να δεχθεί την καινούργια θρησκεία και την πολεμά με όλες τις δυνάμεις του: «την περιφρονεί ως «βάρβαρον», την απεχθάνεται επειδή καταργεί τις διακρίσεις ως προς το φύλο και τις κοινωνικές τάξεις και τη φοβάται θεωρώντας πως απειλεί την τάξη και την ηθική». Με αυτή την υποτιμητική αντίδρασή του ο Πενθέας προκαλεί την ανάλογη τιμωρία: τον αφανισμό του εαυτού του και την ισοπέδωση των προγόνων του (η μητέρα του Αγαύη είχε επίσης αμφισβητήσει τον θεό). Η ευεργετική διονυσιακή επιρροή μεταμορφώνεται σε τυφώνα εκδίκησης και ολέθρου. «Είναι καταστροφικό να αγνοούμε ότι το ανθρώπινο πνεύμα επιζητεί τη διονυσιακή εμπειρία» καταλήγει ο Ντοντς.
Μπερδεμένη και αναποφάσιστη μοιάζει να κατέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου η Αντζελα Μπρούσκου με την ομάδα της. Αν και είχε πιθανώς την πρόθεση να καταθέσει μια καινούργια πρόταση, η σκηνοθέτρια δεν κατάφερε τελικά να προχωρήσει σε μια ενδιαφέρουσα ανάπτυξη των ιδεών της. Με στεφάνια στα ατημέλητα, μακριά τους μαλλιά, σκισμένα παντελόνια ή βερμούδες και λεοπάρ λεπτομέρειες στα κοστούμια τους, τα μέλη του Χορού παρέπεμπαν ελαφρώς σε ξεχασμένα «παιδιά των λουλουδιών» από τα σέβεντις που προσγειώθηκαν στο σήμερα αναζητώντας το δικό τους Γούντστοκ, την έκσταση μέσα από ρηξικέλευθα μουσικά ακούσματα. Στο πλαίσιο αυτό ο Διόνυσος εμφανίζεται ως απόλυτος ροκ σταρ, με μαύρο δερμάτινο παντελόνι, μαύρο σακάκι και μπαϊσέξουαλ στυλιζάρισμα, έτοιμος να απογειώσει τους groupies του με ένα πρόσταγμα. Από εκεί και πέρα όλες οι υπόλοιπες επιλογές μοιάζουν ξέπνοες και ασαφείς. Η Αγλαΐα Παππά στον ρόλο του θεού αποδεικνύεται μια στιβαρή, επιβλητική παρουσία που ξέρει να «στέλνει» το κείμενο στο κοινό. Μετά το εντυπωσιακό ξεκίνημά της όμως δεν ελίσσεται, δεν εξελίσσεται, δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις –μας γοητεύει φευγαλέα πάλι, στο τέλος, όταν αλλάζει τη φωνή της για μια ονειρική απόδοση των δυσμενών προφητειών.
Ο Αρης Σερβετάλης στέκεται λιγοστός ως Πενθέας: όσο κι αν το παλεύει, η φωνή και η άρθρωσή του απλούστατα δεν τον βοηθάνε, το κείμενο εξανεμίζεται. Η αντιπαράθεση Διόνυσου – Πενθέα δεν φέρει κανένα ειδικό βάρος, θυμίζει λίγο business-as-usual.
Η ίδια η Μπρούσκου ως Αγαύη βρίσκεται εντελώς έξω από τα νερά της: πάει να κάνει κάτι διαφορετικό, το αφήνει στη μέση, αμήχανη πνίγεται. Ο Γιώργος Μπινιάρης ως Κάδμος δεν ξέρει προς τα πού να πάει κι αυτός, ψάχνει σωσίβιο, πουθενά –η σκηνή πατέρα και κόρης ένα ναυάγιο.
Ολοι και όλα μάς αφήνουν τελικά αδιάφορους: όσο κι αν προσπαθούμε να μπούμε στον κόσμο τους, κανένας δεν μας «μιλάει». Δεν καταλαβαίνουμε τι διακυβεύεται, δεν βλέπουμε και δεν αισθανόμαστε τη σύγκρουση του παλιού με το νεοφερμένο, της μανίας με τη λογική, της ευθυμίας με τη σκληρότητα, της χαράς με τη φρίκη. Τίποτε δεν γίνεται συγκεκριμένο, και τίποτε σχεδόν δεν ενεργοποιεί ούτε τη φαντασία ούτε το συναίσθημά μας.
* Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καρδαμίτσα, σε μετάφραση Γ.Υ. Πετρίδου – Δ.Γ. Σπαθάρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ