Πριν από ακριβώς 100 χρόνια ξεκινούσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος πέρα από τις ανείπωτες καταστροφές που επέφερε και τα 20 εκατομμύρια θύματα, είδε την κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών (Γερμανία του Κάιζερ, Αυστροουγγαρία, Τσαρική Ρωσία και Οθωμανική Τουρκία), τη χρήση για πρώτη φορά χημικών όπλων και αεροπορικών βομβαρδισμών, αλλά και τη χάραξη νέων συνόρων. Ολα αυτά, όσο και αν φαίνεται περίεργο, εξακολουθούν να επηρεάζουν και σήμερα τη διεθνή σκηνή, καθώς 25 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του τερματισμού του Ψυχρού Πολέμου, ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται σε έναν πρωτοφανή αναβρασμό, όπου και πάλι σύνορα καταργούνται, αναβιώνουν χαλιφάτα και χημικά όπλα κινδυνεύουν να βρεθούν σε ανεξέλεγκτα χέρια, ενδυναμώνοντας τον κίνδυνο τρομοκρατικών ενεργειών, ενώ αεροπορικές επιθέσεις έρχονται να αναιρέσουν προηγούμενες υποσχέσεις για μη επέμβαση. Είναι λοιπόν προφανές ότι η Ιστορία κάνει τον κύκλο της, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται στη σημερινή ταραγμένη εποχή. Και πάντως δεν ζήσαμε το Τέλος της Ιστορίας, όπως είχε προβλέψει μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων ο αμερικανός φιλόσοφος Φράνσις Φουκουγιάμα.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που οι Αγγλογάλλοι (με την περιώνυμη συμφωνία Sykes – Picot του 1916 και την άτυπη συμφωνία της τότε Τσαρικής Ρωσίας) χάραξαν αυθαίρετα και με βάση τα δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα τα σύνορα των νέων κρατών στη Μέση Ανατολή, αγνοώντας τις έντονες εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές της εύφλεκτης αυτής περιοχής. Ετσι σήμερα, με τη δύναμη των όπλων και του θρησκευτικού φανατισμού, οι ακραίοι ισλαμιστές, ενδυναμωμένοι και εξοργισμένοι από την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ το 2003, τινάζουν στον αέρα τα τεχνητά σύνορα και δημιουργούν το νέο Χαλιφάτο. Υποχρεώνουν έτσι τον πρόεδρο Ομπάμα να αναθεωρήσει την πολιτική των μη επεμβάσεων (που είχε αρχικά εξαγγείλει) και να προχωρήσει σε στοχευμένες αεροπορικές επιθέσεις. Δεν αποκλείεται μάλιστα η αμερικανική αυτή επέμβαση να λάβει ευρύτερες διαστάσεις, καθώς η Ουάσιγκτον παρεμβαίνει ήδη στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις του Ιράκ, με την επιλογή του νέου πρωθυπουργού και τη στρατιωτική ενίσχυση των Κούρδων.
Ολα αυτά φυσικά για την αντιμετώπιση μιας εξελισσόμενης πρωτοφανούς ανθρώπινης τραγωδίας, που τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά γενοκτονίας. Ποιος όμως φταίει γι’ αυτή την εξέλιξη; Διότι ο εγκατασταθείς από τους Αμερικανούς, μετά την εκτέλεση του σουνίτη Σαντάμ, σιίτης Αλ Μαλίκι, έχοντας προκαλέσει την οργή της σουνιτικής μειοψηφίας με την καταπιεστική του πολιτική, άνοιξε τελικά τον δρόμο για την επικράτηση των εξτρεμιστών σουνιτών μαχητών του Ισλάμ, οι οποίοι, στο μεταξύ, είχαν ενισχυθεί από τους διωχθέντες έμπειρους αξιωματικούς του καθεστώτος Σαντάμ. Γι’ αυτό και οι Αμερικανοί υποχρεώθηκαν να αντικαταστήσουν τον Αλ Μαλίκι. Αλλά είναι προφανές ότι τα λάθη πληρώνονται. Και είναι άγνωστο ποια θα είναι τώρα η συνέχεια.
Το γεγονός είναι πάντως ότι οι τζιχαντιστές δεν θα είχαν αποκτήσει τη δυναμική που έχουν σήμερα αν είχε πετύχει η Αραβική Ανοιξη, η οποία αντί να ανοίξει τον δρόμο στις μετριοπαθείς ισλαμικές δυνάμεις, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου του ισλαμικού εξτρεμισμού, με αποτέλεσμα, όπως συνέβη στην Αίγυπτο, την επιστροφή τελικά στις στρατιωτικές δικτατορίες του παρελθόντος. Και το ερώτημα είναι αν όλα αυτά τα χρόνια, που οι Δυτικοί στήριζαν τα προηγούμενα στρατιωτικά καθεστώτα, δεν δυνάμωσαν, με τον τρόπο αυτόν, μια εσωτερική αντιπολίτευση που στράφηκε στην εξτρεμιστική διέξοδο, καθώς μάλιστα ουδέποτε στηρίχθηκαν οι πιο μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να εξαφανισθούν.
Πέρα όμως από τα νέα σύνορα στη Μέση Ανατολή ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται και στην αφετηρία για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, που ήλθε να προσθέσει μια νέα εστία έντονης αναταραχής στην ήδη εύφλεκτη αυτή περιοχή. Διότι ήταν ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Μπάλφουρ που με την ιστορική του διακήρυξη του 1917 (διαρκούντος δηλαδή του πολέμου) υποσχέθηκε τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην περιοχή της Παλαιστίνης. Ενός κράτους που δεν κατόρθωσε, σχεδόν 70 χρόνια μετά την ίδρυσή του, να έλθει σε κάποια συνεννόηση με τους άραβες γείτονές του, με αποτέλεσμα τους αλλεπάλληλους πολέμους και τις αλλεπάλληλες ανθρώπινες τραγωδίες, όπως αυτές που παρακολουθούμε σήμερα. Και εδώ η ευθύνη της αμερικανικής υπερδύναμης είναι τεράστια.
Ολα αυτά τα χρόνια οι Αμερικανοί πιεζόμενοι από το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι της Ουάσιγκτον και τον φόβο των εκλογικών επιπτώσεων αρνούνται να ασκήσουν ουσιαστική πίεση στο Ισραήλ, το οποίο είναι και ο ισχυρός παίκτης στη διαμάχη αυτή (με τη συνεχιζόμενη τεράστια αμερικανική στρατιωτική βοήθεια που λαμβάνει και την κατοχή μη δηλωμένων πυρηνικών όπλων) ώστε να συναινέσει επιτέλους στον αναγκαίο συμβιβασμό, με αποτέλεσμα να εκτρέφεται έτσι το άσβεστο μίσος της ισλαμικής Χαμάς και να υπονομεύονται οι μετριοπαθείς παλαιστινιακές δυνάμεις. Εδώ πρόκειται για έναν αγώνα μεταξύ Δαβίδ και Γολιάθ και αν δεν υποχωρήσουν οι Ισραηλινοί από τους παράνομους (και κατά παραβίαση της συμφωνίας του Οσλο) οικισμούς που έχουν οικοδομήσει στα παλαιστινιακά εδάφη δεν πρόκειται ποτέ να λυθεί το πρόβλημα.
Οπως δεν φαίνεται να μπορεί να λυθεί εύκολα και το πρόβλημα της Ουκρανίας. Μιας χώρας που ήδη από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε εμφανισθεί διαιρεμένη. Με το Ανατολικό της τμήμα (όπως και σήμερα) να στηρίζει την τσαρική τότε Ρωσία και το Δυτικό τη Γερμανία του Κάιζερ. Η Ιστορία λοιπόν επαναλαμβάνεται και εδώ, έστω και με άλλους όρους, καθώς μάλιστα η κρίση στην Ουκρανία συμβολίζει την αποτυχία των δύο υπερδυνάμεων να έλθουν σε κάποια συνεννόηση μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Αντί να υπάρξει μια προσπάθεια να προσαρμοσθούν οι σχέσεις των Δυτικών με τη Ρωσία στις επιταγές της νέας εποχής, αποφασίστηκε αντίθετα η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη (και συζητήθηκαν σχέδια για περαιτέρω επέκταση στην Ουκρανία και τη Γεωργία) με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στη ρωσική ηγεσία το σύμπλεγμα του διωκόμενου και του απειλούμενου. Φυσικό ήταν λοιπόν ο Βλαντίμιρ Πούτιν (ως πρώην πράκτορας της KGB και διαπνεόμενος από το κλίμα της ψυχροπολεμικής εποχής) να αντιδράσει και να επιχειρήσει να περιχαρακώσει ό,τι του είχε απομείνει. Γι’ αυτό εισέβαλε το 2008 στη Γεωργία και εφέτος στην Κριμαία.
Ετσι φτάσαμε στην αντιπαραγωγική πολιτική των κυρώσεων και των αντικυρώσεων, που δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ποιον ευνοεί και ποιον όχι, ενώ είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι δυναμιτίζει ακόμη περισσότερο το κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Και είναι σήμερα που η συνεργασία μεταξύ των δυτικών δυνάμεων (ΕΕ και ΗΠΑ) και Ρωσίας καθίσταται περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ, καθώς είναι η μόνη που θα μπορέσει ενδεχομένως να οδηγήσει στη λύση των νέων προβλημάτων που έχουν προκύψει στην παγκόσμια σκακιέρα. Διότι η τύχη του κόσμου έχει περιέλθει στα χέρια ανεξέλεγκτων ακραίων στοιχείων, που τροφοδοτούνται από έναν επικίνδυνο εθνοτικό και θρησκευτικό φανατισμό, που ξεπερνάει τις όποιες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος μεταξύ Δύσης και Ανατολής, όταν οι αντίπαλοι γνώριζαν τα όρια της ισχύος τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ