Κάθε φορά που καταφθάνει στην άκρη της πένας μου ένα «τι να γράψω;», αλλά και κάθε φορά που γράφω εντέλει αυτό το «τι;» –διότι η γραφή προϋπάρχει του θέματος –κάθε φορά λοιπόν, πριν και μετά την απορία μου, ολόκληρη η κοινωνία (η πολιτική, η ανέχεια, ο πόνος) είναι ήδη στο χαρτί. Αρκεί να μην ομολογήσω κυνικά πως τίποτα πια δεν με ενδιαφέρει και πως δεν γράφω (και δεν διαβάζω) διότι ό,τι είναι να γίνει σε αυτόν τον τόπο, έγινε. Αλλά αυτό δεν μπορώ να το πω: πρώτα, γιατί δεν με αφήνει η εφημερίδα και ύστερα, γιατί δεν μου το επιτρέπει η ζωή.
Οφείλω να γνωρίζω πως ό,τι χαρακτηρίζει τη γραφή μου είναι το σύστημα του σημαίνοντος ως τέτοιο. Δηλαδή το ότι μιλώ και μιλώντας (διολισθαίνοντας) παραπέμπω συνεχώς σε μια άλλη σημασία. Αραγε, συνομιλώ; Ας πούμε πως ναι, αν και ο συνομιλητής είναι κατά βάθος ο εαυτός.
Εχω ένα ελάττωμα: διαβάζω τα κείμενα στην εφημερίδα σαν μια ανομολόγητη αυτοβιογραφία υπό τας γραμμάς των συντακτών τους. Ετσι δεν είναι; Διότι ο καθένας που γράφει δύσκολα αφήνει να φανερωθεί η συζήτηση που έχει ανοίξει με τις πεποιθήσεις του, τη σοφία του ή την αφέλειά του. Ο επώνυμος δημοσιογράφος την ίδια στιγμή που αποφαίνεται, φανερώνει εκών άκων στον ανώνυμο αναγνώστη του το «σύμπτωμά» του: μια ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, η οποία εκτός από «σύμπτωμα» είναι και η δομή της κοινωνίας για την οποία γράφει. Οι αναγνώστες το ξέρουν όταν μας «παρακολουθούν». Περισσότερο από το να μάθουν, επιβεβαιώνουν τη γνώμη που έχουν για τον εαυτό τους μέσω των ένδοξων υπογραφών. Ετσι ο Πρετεντέρης θα είναι πάντα ο Πρετεντέρης και ο Πάγκαλος, Πάγκαλος. Θα γράφουν θέλοντας και μη κάτι που προηγείται ή που επανέρχεται στον εαυτό του: τη γλώσσα και όχι την είδηση. Είναι δυνατή σήμερα η ανάδυση ενός νέου σημαίνοντος; Μπορούμε να το ονομάσουμε; Μας επιτρέπεται να το ξεχωρίσουμε από τις τρέχουσες σημασίες; Αλλά ότι υπάρχουν σημαίνοντα χωρίς τα οποία η τάξη των σημασιών δεν θα μπορούσε να εγκατασταθεί, αυτό το νιώθουμε χωρίς να μπορούμε να το πούμε.
Τώρα, αν τα κείμενά μας, πέραν της κριτικής τους αξίας, υπαινίσσονταν έστω τις συνέπειες της έλλειψης του σημαίνοντος, θα ήταν σαν να δημοσιογραφούμε στο κενό. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ