Ο Αύγουστος πήρε από προχτές τον δικό του κατήφορο. Προσωπικά, συνεχίζω το καβαφικό βιολί μου, όχι πάντως αμέριμνος. Ξεκίνησα με την οριακή «Ναυμαχία», παίρνοντας αφορμή από τους Αισχυλικούς Πέρσες και προχώρησα στη διαβόητη «Ιθάκη». Ως παράδειγμα μιας λίγο-πολύ αναθεωρημένης υπόθεσης για τα αρχαιολογικά (άλλως πως αρχαιόμυθα και αρχαιόθεμα) ποιήματα του Αλεξανδρινού, που τους χρεώνει τη σχολική μέθοδο των τριών ως ποιητική μέθοδο. Οπου η καβαφική ετεροσημία σαφώς επιβάλλεται, αφού όμως προηγουμένως έχει περάσει τις συμπληγάδες της παραδοσιακής ταυτοσημίας και της νεωτερικής αμφισημίας. Με τους όρους αυτούς η καβαφική «Ιθάκη» καταλήγει είδωλο της οδυσσειακής Ιθάκης, και με τον πολλαπλασιασμό της εξαφανίζεται. Παίγνιο ειρωνικό; Και ναι και όχι − σε πρώτη τουλάχιστον δόση.
Υποσχέθηκα ωστόσο στο μεταξύ μια δεύτερη δοκιμή, με παράδειγμα τώρα την «ανέκδοτη» (και κατά Σαββίδη: «κρυμμένη») «Δευτέρα Οδύσσεια», συνταγμένη το 1894. Δεκαέξι δηλαδή χρόνια πριν από την αλληγορική «Ιθάκη», όταν ο ποιητής μόλις έχει περάσει το φράγμα των τριάντα χρόνων. Πρόκειται για ένα, όπως έγραφα τις προάλλες, παρεξηγημένο ποίημα, αχρηστευμένο δήθεν από την πολυθρύλητη «Ιθάκη». Αυτή την παρεξήγηση (στην οποία έχω ατυχώς συμβάλει κι εγώ) δοκιμάζω σήμερα να αναιρέσω, προδηλώντας ότι πρόκειται για ένα από τα πιο απρόβλεπτα αρχαιολογικά ποιήματα του Καβάφη. Οπου η καταληκτική ετεροσημία (χωρίς να εξαφανίζει τα ίχνη της προηγούμενης ταυτοσημίας και της ενδιάμεσης αμφισημίας) αποδείχνεται ανατρεπτική, επινοώντας τον τύπο «με και χωρίς τον Ομηρο».
Απόδειξη η πρώτη τρίστιχη στροφή, που έχει προειδοποιητικό και συνάμα προγραμματικό χαρακτήρα. Αντιγράφω: «Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη, / της πρώτης μείζων ίσως. Αλλά φευ / άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων». Η παραπομπή στην ομηρική Οδύσσεια ακούγεται καταρχήν υποχρεωτική, προτού καθ’ οδόν αποδειχθεί προαιρετική, με ομολογημένη τη συνδρομή του Δάντη και του Τένισον, στην οποία θα επανέλθω.
Θυμίζω ότι στην πρωταρχική Οδύσσεια προβλέπεται και προεξαγγέλλεται μια δεύτερη αποδημία του ήρωα (ας πούμε: μια δεύτερη Οδύσσεια), η συμπερίληψη της οποίας απαντά δύο φορές. Την πρώτη φορά ευθέως από τον Τειρεσία στον Οδυσσέα στο πλαίσιο της «Νέκυιας» (λ 119-194), και τη δεύτερη πλαγίως από τον Οδυσσέα στον απόλογό του προς την Πηνελόπη, μετά τον συζυγικό αναγνωρισμό και την ερωτική του επικύρωση (ψ 262-281). Αντιγράφω, για ανάσα (σε δική μου μετάφραση), την πρώτη, βασικής σημασίας, εκδοχή: μιλά ο Τειρεσίας και ακούει, αμίλητος μέχρι τέλους, ο Οδυσσέας.
«Οταν ωστόσο τους μνηστήρες μες στο παλάτι / με τον χαλκό που κόβει τους σκοτώσεις, είτε με δόλο είτε φανερά, / τότε πιάσε στο χέρι σου κουπί καλά αρμοσμένο / και κίνησε ωσότου φτάσεις στους ανθρώπους που δεν είδαν θάλασσα, / κι αλατισμένο δεν τρων το φαγητό τους. / Δεν ξέρουνε τι πάει να πει πλεούμενο, βαμμένο κόκκινο στα μάγουλά του, ούτε τα ωραία κουπιά που γίνονται φτερά των καραβιών. //
Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο -μην το ξεχάσεις: / όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος / να πει πως λιχνιστήρι κουβαλάς στον ώμο σου, / τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί, / και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα − / κριάρι, ταύρο, κάπρο που καβαλάει γουρούνια. / Υστερα γύρνα στην πατρίδα σου, / κι εκεί θυσίασε / μιαν εκατόμβη στους αθάνατους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν, σ’ όλους με τη σειρά. //
Ο θάνατός σου, λέω, θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα, / ήσυχος και γλυκός θα ‘ρθει για να σε σβήσει / σε βαθιά γεράματα, και γύρω σου οι λαοί / θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός είναι ο λόγος μου, αληθινός κι αλάνθαστος».
Πού τη βρήκε αυτή τη συναρπαστική διήγηση ο ποιητής της δικής του και της δικής μας Οδύσσειας και τη συμμάζεψε με τόση μαεστρία σε είκοσι δύο στίχους, δεν το ξέρουμε. Μάλλον δεν την επινοεί. Ισως άκουσε να τη λέει κάποιος ραψωδός, τον γοήτευσε και του φάνηκε εκμεταλλεύσιμη. Στον βαθμό που η δική του Οδύσσεια, μένει, όπως εξάλλου και η Ιλιάδα, σκόπιμα ασυντέλεστη, αυτή η προφητεία τού φάνηκε εκμεταλλεύσιμη: καλή αφορμή ώστε να φανταστούν οι ακροατές του μια υποθετική συνέχεια της δικής του Οδύσσειας, με πιθανό το τέλος της: μια δεύτερη δηλαδή αποδημία του Οδυσσέα κι έναν δεύτερο, τελικό τώρα νόστο του, συμφιλιωμένο με τον θάνατο.
Ας πούμε ότι εδώ προβάλλεται ο πυρήνας μιας δεύτερης Οδύσσειας, «με και χωρίς τον Ομηρο», που δελέασε και συνάμα σκανδάλισε τον Καβάφη. Οπως εξάλλου νωρίτερα ερέθισε τον Δάντη και ενδιαμέσως τον Τένισον, στους οποίους ο Καβάφης επακριβώς παραπέμπει, συντάσσοντας το 1894 τη δική του «Δευτέρα Οδύσσεια», που δεν ταυτίζεται όμως με καμιά από τις τρεις προηγούμενες. Γιατί και πώς, προσεχώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ