Οι διατυπώσεις έχουν μεγάλη σημασία. Ο υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Δένδιας με μια λέξη έδειξε ακριβώς τι σκέφτεται για τον έλληνα επιχειρηματία και τι σκέφτεται για τις πολιτικές της τελευταίας πενταετίας. Μιλούσε για τα κόκκινα δάνεια, για το κείμενο εργασίας που επεξεργάζεται και αφορά τη ρευστότητα σε συνάρτηση με τα χρέη. Είπε λοιπόν: «Μην περιμένουν οι μπατακτσήδες ότι θα υπάρχει ένα γενικό συγχωροχάρτι. Να είμαστε και σ’ αυτό συνεννοημένοι». Οι μπατακτσήδες λοιπόν. Για τον χαρακτηρισμό, από το λεξικό του Τριανταφυλλίδη: «αυτός που συστηματικά αποφεύγει να πληρώσει τα χρέη του» κατ΄ επέκταση «απατεώνας». Αποφεύγει ενώ έχει να πληρώσει. Αυτό εννοούσε και το υπογράμμισε ο υπουργός: «Φτωχή επιχείρηση και πλούσιος επιχειρηματίας δε νοούνται».

Ο Νίκος Δένδιας διαδίδει μια εικόνα που οδηγεί σε κοινωνικούς αυτοματισμούς. Ο επιχειρηματίας στον οποίο αναφέρεται έχει γεμάτες τις τσέπες με μετρητά, κυκλοφορεί με φιγουρατζίδικο αυτοκίνητο και πίνει Boërl & Kroff σε κάποια πισίνα. Στο τσακίρ κέφι καίει χαρτονομίσματα, δαγκώνοντας ταυτόχρονα την πουράκλα του. Υψώνει το ποτήρι και κάνει πρόποση υπέρ των κορόιδων. Γελάει με την καρδιά του όταν σκέφτεται τα χρέη του στις τράπεζες, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην εφορία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι άραγε η πλειονότητα των επιχειρηματιών αυτής της λογικής, αυτής της νοοτροπίας;
Με την προσέγγισή του ο Νίκος Δένδιας δαιμονοποιεί το κέρδος. Είναι ατυχής η απαξίωση του «πλούσιου επιχειρηματία» καθώς η επιχειρηματικότητα έχει αυτόν το στόχο: την καλύτερη ζωή σε ό,τι αφορά τα υλικά αγαθά. Διαφορετικά δεν θα μιλούσαμε για επιχειρήσεις αλλά για φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ας επανέλθουμε όμως στην πραγματικότητα. Οι επιχειρηματίες χρωστούν 42 δισ. ευρώ σε κόκκινα δάνεια. Μήπως τα χρωστούν από κακή πρόθεση, επειδή θέλουν να αυξήσουν την ατομική περιουσία τους σε βάρος των τραπεζών; ‘Η μήπως υπάρχει σύνθετη ευθύνη;
Να πούμε πολύ συνοπτικά αυτά που παραβλέπει ο Νίκος Δένδιας για τους μπατακτσήδες. Πρώτον δεν έχουν σταθερό φορολογικό περιβάλλον όπερ σημαίνει πως δεν ξέρουν καν τι θα αποδώσουν τον επόμενο χρόνο. Οι εταιρικοί φορολογικοί συντελεστές αυξήθηκαν από το 20% στο 26% και ταυτόχρονα επινοήθηκε τιμωρία για όσους φρόντισαν να έχουν έδρα σε ιδιόκτητο ακίνητο. Αυτές οι εκπλήξεις δεν είναι θετικές για την επιχειρηματικότητα. Δεύτερον την εποχή της ευμάρειας οι τράπεζες έδιναν τα δάνεια αλόγιστα: όσο περισσότεροι πελάτες, τόσο μεγάλωνε το μερίδιο στην αγορά. Τα στελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πιέζονταν να μοιράζουν χρήμα, ακόμη και σε αναξιόπιστους πελάτες, ακόμη και με παρατυπίες. Την ώρα του πάρτι ρευστότητας ουδείς έδινε σημασία στους καταχρηστικούς όρους δανεισμού και στα ακραία επιτόκια.
Αναμένοντας το κείμενο εργασίας του υπουργείου Ανάπτυξης απλά να πούμε ότι όποιο κι αν είναι το περιεχόμενο, δεν έχει θα έχει καμία αληθινή ισχύ. Είναι παραινετικού χαρακτήρα. Ας μην ξεχνάμε ότι σε καθεστώς σοσιαλκαπιταλισμού το κράτος έχει την υποχρέωση να χρηματοδοτεί τις τράπεζες αλλά οι τράπεζες δεν λογοδοτούν στο κράτος. Αληθινή πολιτική θα είχε ασκηθεί την ώρα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με κρατικά κονδύλια. Αν είχε ασκηθεί αληθινή πολιτική, δεν θα μιλούσε σήμερα ο υπουργός για μπατακτσήδες.