Σε καιρούς όπου στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του κόσμου κυριαρχούν πολιτικές μετριότητες ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο νέος πρόεδρος της Τουρκίας, δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του. Αν εξαιρέσουμε τον Βλαντιμίρ Πούτιν είναι ο μόνος ηγέτης που έχει τρομερό δυναμισμό. Ο Ερντογάν πιστεύει ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει η ουσιαστική δύναμη στην Εγγύς Ανατολή ώστε να μπορεί «να σταθεί» ίση με ίσους στην Ευρώπη. Το πρόβλημά του είναι ότι η γεωγραφική θέση της Τουρκίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης περιέχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία. Αυτό τον κάνει πολλές φορές να το παρακάνει. Υπάρχει όμως ιστορική και γεωγραφική λογική στις φιλοδοξίες του.

Οπως ο πρόεδρος Τουργκουτ Οζαλ, στη δεκαετία του ’80, ο Ερντογάν έχει όραμα να απομακρύνει την Τουρκία από τον Κεμαλισμό. Οσο ο Κεμάλ έδινε έμφαση στο Στρατό τόσο ο Ερντογάν -όπως και ο Οζαλ, άλλωστε -δίνει έμφαση στην «ήπια ισχύ»-στον πολιτισμό και στις οικονομικές διασυνδέσεις που δημιούργησε και τις οποίες προσπαθεί να προωθήσει σε όλο τον χώρο της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τη Βόρεια Αφρική ως το οροπέδιο του Ιράν και την Κεντρική Ασία. Οπως σημειώνει ο μέγας ισλαμιστής Μάρσαλ Χάνγκσον του πανεπιστημίου του Σικάγου, η ισλαμική πίστη έχει τις ρίζες της στη θρησκεία των εμπόρων οι οποίοι μαζεύαν και ενώναν οπαδούς τους από τη μιαν όαση στην άλλην. Η ισλαμική ιστορία μας λέει ότι ήταν οι καθ’ εαυτό θρησκευτικές συνδέσεις σε όλο τον χώρο από τη Μέση Ανατολή ως τον Ινδικό ωκεανό εκείνες που καθορίζαν τις οικονομικές συνδέσεις με πολιτική υποστήριξη.
Ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι η προώθηση του ήπιου μουσουλμανισμού στη Μέση Ανατολή είναι περίπλοκη υπόθεση και χρειάζεται πολιτική και στρατιωτική ισχύ την οποία όμως δεν διαθέτει. Η Τουρκία θα αναπτύσσει εμπορικές σχέσεις με τους ανατολικούς γείτονες της αλλά αυτές δεν θα φθάσουν ποτέ το μέγεθος των συναλλαγών με την Ευρωπη. Μπορεί να κέρδισε «ζήτω» σε όλο τον ισλαμικό κόσμο για την οξύτατη αντίδραση του στο Ισραήλ αλλά αυτό είχε και ένα κόστος: Τη θέρμανση των σχέσεων του Ισραήλ με την Ελλάδα και το ελληνικό τμήμα της Κύπρου, γεγονός το οποίο επιτρέπει στους αντιπάλους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο να συνεργάζονται για την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων.
Ο ντε φάκτο διαμελισμός του Ιράκ ανάγκασε την Τουρκία να ακολουθήσει μια πιο δημιουργική στάση απέναντι στους Κούρδους του Βορείου Ιράκ, γεγονός το οποίο υπονόμευσε την όποιαν επιρροή της Τουρκίας στο υπόλοιπο Ιράκ και αυτό, με τη σειρά του, υπονομεύει όλες τις τουρκικές προσπάθειες να επηρεάσει το Ιράν. Ο Ερντογάν θέλει να έχει ουσιαστική επιρροή στη Μέση Ανατολή αλλά το πρόβλημα του είναι ότι η Τουρκία «του» παραμένει τμήμα αυτής της Μέσης Ανατολής και δεν μπορεί να ξεφύγει από τις πολυπλοκότητες της.
Ο Ερντογάν καταλαβαίνει ότι πρέπει να λύσει εν μέρει το Κουρδικό εσωτερικό πρόβλημα ώστε να κερδίσει μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή. Μια μισο-αυτονομη επαρχία (Κουρδιστάν) ίσως είναι μια διέξοδος όμως μπορεί να αναθερμάνει τη δράση των εθνικιστών αντιπάλων του εντός της Τουρκίας. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια ενέργεια θα ήταν ένα συμβολικό βήμα το οποίο θα ουδετεροποιούσε τα θεμέλια του Κεμαλισμου–ο οποίος δίνει μεγάλη έμφαση στην Τουρκική Ανατολή. Αλλά, αν σκεφθούμε με πόση μαεστρία ξεδόντιασε τον Στρατό–κάτι που ήταν αδιανόητο μόλις πριν δέκα χρόνια -θα είναι λάθος να υποτιμήσουμε τον Ερντογάν. Το απόγειο της φιλοδοξίας του είναι ότι μπορεί να τα καταφέρει.
*Ο Robert D. Kaplan είναι ο κύριος γεωπολιτικός αναλυτής του αμερικάνικου ινστιτούτου διεθνών σχέσεων Stratfor.