Η κατ’ πλειοψηφία γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που χαρακτηρίζει επιτρεπτές τις κατ’ οίκον έρευνες για την αποκάλυψη αδικημάτων φοροδιαφυγής δεν είναι από τις απλούστερες, καθώς έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 9 του Συντάγματος που εγγυάται το άσυλο της κατοικίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι η τελική κρίση του μέτρου παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία θα αποφασίσει αν ο γενικά αποδεκτός στόχος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής είναι ικανός να κάμψει τη συνταγματική εγγύηση του ασύλου της κατοικίας.
Πέραν ωστόσο της νομικής ερμηνείας που θα δώσει το ανώτατο δικαστήριο, τίθεται ένα ευρύτερο ζήτημα επιλογής των φορολογικών μέτρων και των ενεργειών που υιοθετούνται για την αποκάλυψη της φοροδιαφυγής και της συλλογής των φόρων.
Πολύ περισσότερο μάλιστα ότι τα συγκεκριμένα μέτρα εφαρμόζονται σε μια χώρα υπερφορολογημένη όπως η Ελλάδα.
Πρόσφατη είναι άλλωστε η αποδοχή από την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών των αδικιών και των λαθών του Ενιαίου Φόρου Ιδιωτικών Ακινήτων, που χαρακτηρίζουν την επιβολή του νέου φόρου και η οποία έχει εξοργίσει το σύνολο των φορολογουμένων.
Όπως έχουμε επισημάνει προσφάτως η φορολογία είναι εργαλείο πολιτικής, δεν μπορεί να υιοθετείται η κατάχρησή της, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα των αναμενόμενων.
Υπάρχει ένα λεπτό σημείο πέραν του οποίου η φορολογία και τα μέτρα που τη συνοδεύουν καθίστανται δυσβάσταχτα και καταδυναστευτικά. Κοινή δε είναι η πεποίθηση ότι το οριακό αυτό σημείο έχει προ πολλού ξεπερασθεί. Και οτιδήποτε πάνω απ’ αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα κοινωνικών και πολιτικών εκρήξεων. Οι έρευνες στα σπίτια ίσως ακριβώς να προσφέρουν τη σπίθα που θα κάψει τον ξερό τον κάμπο. Γι’ αυτό καλόν είναι οι φορολογικές αρχές πριν δράσουν να σκέπτονται διπλά και τριπλά. Ειδικά σε τούτες τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες..

ΤΟ ΒΗΜΑ