Κατανοώ την ευκολία με την οποία γιατροί, εξειδικευμένοι σε θέματα Καρδιολογίας ή «Ειδικής Παθολογίας» του ανθρώπινου οργανισμού, μεταβαίνουν συχνά σε ό,τι αντιμετωπίζεται ως «παθολογία» του κοινωνικού οργανισμού, χωρίς ωστόσο να συμμερίζομαι τις διαπιστώσεις τους και ιδίως την προτεινόμενη ως «θεραπευτική αγωγή». Σε περιόδους «κρίσης», όπως κι αν αυτή οριοθετηθεί, δηλαδή ακόμη και με το «περί κρίσιν» του ιπποκρατικού corpus (η οξεία διαταραχή του ανθρωπίνου οργανισμού οδηγεί είτε προς τον θάνατο είτε προς την εξυγίανση), παρατηρώ επίσης την οθόνη της δημοσιότητας να καταλαμβάνει η σύγκρουση του «αριστοκρίτη» (κατά τον «δικαιοκρίτη» ή τον «ονειροκρίτη» και τον «αιματοκρίτη») με όσους αυτός κατονομάζει ως «μετριοκράτες» (οι δύο αυτοί όροι θα διευκρινισθούν αμέσως παρακάτω). Μόνο που στη θέση του πρώτου, εκτός από γιατρούς, διακρίνεις να συνωθούνται ασθμαίνοντας ιστορικοί με βαρετά συμπιλήματα αιώνων, πολιτικοί επιστήμονες που σταδιοδρομούν ως αρχειοφύλακες των κειμηλίων και της περιωπής «εθνάρχη» και ως πολιτικοί προτιμούν την «επίταξη», λογοτεχνίζοντες που αυτοαναγορεύονται δεξιοτέχνες των «μυστικών» της πένας τους κ.τ.λ. Ας δούμε επακριβώς πώς παρεμβαίνουν.
Μια εξειδικευμένη μορφή της παραμέτρου που συνυπολογίζει το «World Happiness Report» του Οργανισμού Ενωμένων Εθνών σχετικά με την «εμπιστοσύνη» που επιδεικνύουν οι πολίτες προς τους θεσμούς της χώρας τους είναι να νιώθεις εξαιρετικά απογοητευμένος από την έλλειψη «αριστείας» στα ελληνικά πανεπιστήμια. Κατά την οικεία διάγνωση, το «γεγονός» χρεώνεται στη διαιώνιση της «συναλλαγής» στους κόλπους τους. Μάλιστα το τρέχον «σύστημα» είναι «πολύ χειρότερο από το προηγούμενο».
Σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το «πιο σημαντικό αίτιο της δυστυχίας», όταν μάλιστα καταγράφεται «κατακόρυφη πτώση» στη μόλις μνημονευθείσα «εμπιστοσύνη», που επιπλέον ανάγεται σε «δείκτη του επιπέδου ζωής και της προσωπικής ευτυχίας»; Στο ότι η ισχύουσα κατά την τελευταία τριετία νομοθεσία «δεν σταμάτησε το αλισβερίσι μεταξύ ανώτερων και κατώτερων βαθμίδων του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού». Τούτο εκτιμάται ως «καταστροφικό για το μέλλον» του Πανεπιστημίου, εφόσον οι νέες «διοικητικές αρχές» (και παρά την πλήρη αφαίρεση της ψήφου των φοιτητών/τριών, καθώς και του διοικητικού προσωπικού) εκλέγονται από τις «κατώτερες βαθμίδες του ΔΕΠ, δεδομένου ότι τα μέλη τους είναι η πλειοψηφία».
Ας δούμε όμως με «μικροσκόπιο» τι είναι όντως «δεδομένο». Λαμβάνω ως αρχικό δείγμα την «πρωτοβάθμια» ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση, το τμήμα που μέσω των τομέων του παραμένει ο πρωτογενής φορέας της διδακτικής και ερευνητικής παρουσίας των πανεπιστημίων. Εργάζομαι σε τμήμα όπου δεν ανευρίσκεται μια τέτοια «πλειοψηφία», όπως βέβαια και στο Πανεπιστήμιο στο οποίο αυτό ανήκει. Τούτο γενικότερα εξακριβώνεται στο σύνολο των πανεπιστημίων της χώρας. Με διακύμανση από 51% έως 58% η «πλειοψηφία» σαφώς προκύπτει από τις δύο «ανώτερες βαθμίδες» και όχι το αντίθετο που δακτυλοδεικτείται ως «νοσογόνο».
Κάνοντας ένα βήμα περαιτέρω προς την πιθανολογούμενη εστία της «ασθένειας» ανακαλύπτεις ότι οι μη μόνιμοι συνάδελφοι -αυτοί δηλαδή που κατά το ιατρικό «πρωτόκολλο» ευχερέστερα θα συναινούσαν στην αναπαραγωγή του «συστήματος συναλλαγής» (το οποίο βέβαια είχε ως κινητήριο μοχλό μέλη των «ανώτερων βαθμίδων», στο πλαίσιο ενός δικτύου εξάρτησης) –δεν ξεπερνούν το 10%. Επιπλέον, η βαθμίδα του λέκτορα (είναι η μόνη που δεν εντάχθηκε στη γενίκευση «καθηγητές», η οποία αντικατέστησε ό,τι ονομαζόταν ΔΕΠ) τελεί υπό εξαφάνιση. Εκτός από την ανυπαρξία νέων προκηρύξεων, οι «μεταβατικές διατάξεις» της τρέχουσας νομοθεσίας θέτουν ανετότερα σε κίνηση τη διαδικασία «εξέλιξης». Ετσι η μόνη βαθμίδα που θα εμφανίσει, συγκυριακά άλλωστε, κάποια πύκνωση είναι αυτή των επικούρων καθηγητών/τριών (ως προς το φύλο οι «αριστοκρίτες» συνήθως ένα μόνο σημειώνουν), αν και από τώρα οι ίδιες μεταβατικές διατάξεις ωθούν είτε στη μονιμότητα είτε σε «ανοδική» πορεία προς τις «ανώτερες βαθμίδες» (εξυπαρχής πάντως «εκλέγονται για τετραετή θητεία»).
Αυτή λοιπόν είναι η υπαρκτή (και όχι η υποθετική) «αριθμητική της ιεραρχίας». Ας δούμε από κοντά επίσης και τη «λογική» της. Το φάντασμα της «μετριοκρατίας», για την καταστολή της οποίας ως επιπλέον μέτρο (μετά τον αποκλεισμό των δύο «κατώτερων βαθμίδων» στην «επιλογή» των «διοικούντων») της θεραπευτικής αγωγής εξαγγέλλεται η «προσέλκυση αρίστων επιστημόνων τόσο από την ημεδαπή όσο και από την αλλοδαπή», μάλλον επιβάλλεται να τοποθετηθεί σε εντελώς γήινα κράσπεδα.
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ