Τo είδος της ταινίας πολέμου είναι εκείνο με το οποίο ως σκηνοθέτης ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ καταπιάστηκε περισσότερο σε μόλις 13 μεγάλου μήκους ταινίες οι τρεις είναι πολεμικές. Καλύτερη, το «Σταυροί στο μέτωπο» (1957), όπου με οδηγό το μυθιστόρημα του Χάμφρεϊ Κομπ υπέγραψε την πιο ανθρώπινη δημιουργία του με φόντο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διασημότερη, το «Μέταλ Τζάκετ» (1987), το σχόλιό του επάνω στον πόλεμο του Βιετνάμ, και τέλος το «Fear and desire» (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), κυρίως γνωστό ως η πρώτη απόπειρά του στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους αλλά και η ταινία που ο Κιούμπρικ θα μισούσε περισσότερο από κάθε άλλη.
Υπαρξιακό ψυχόδραμα περισσότερο παρά «πολεμική περιπέτεια», το «Fear and desire» («Φόβος και επιθυμία») παρακολουθεί την πορεία τεσσάρων αμερικανών στρατιωτών που έχουν αποσπαστεί από τη μονάδα τους. Ο τρόμος του κρυφού κινδύνου, το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης και η αρρωστημένη γλύκα της εξουσίας (απέναντι σε μια γυναίκα που θα βρεθεί στο διάβα τους) συμπυκνώνονται μέσα σε κάτι παραπάνω από μία ώρα έντασης. Το ότι στα 60 χρόνια ζωής του το «Fear and desire» προβάλλεται για πρώτη φορά εμπορικά στην Ελλάδα (είχε προηγηθεί μια προβολή του στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου) είναι από μόνο του ένα μικρό γεγονός που δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητο από τους φανατικούς κινηματογραφόφιλους και όχι μόνον. Σαφώς είναι η πιο αδύναμη ταινία του, αν όμως αναλογιστείς ότι είναι η πρώτη προσπάθειά του στον κινηματογράφο μυθοπλασίας, το λιγότερο που μπορείς να πεις για την ταινία είναι ότι προμήνυε μια σπουδαία συνέχεια από τον δημιουργό της (αποκλειστικά στο Σινέ Ζέφυρος).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ