Από τη μία ο Ιππόλυτος: με ορμή νεανική εισβάλλει στη σκηνή τραγουδώντας, συνοδευόμενος από την ακολουθία του. Ο αρχηγός τους κρατάει ένα στεφάνι από λουλούδια που μάζεψε ο ίδιος για να το προσφέρει στην αγαπημένη του θεά, τη μόνη που αναγνωρίζει ως άξιο αποδέκτη της λατρείας του, τη θεά του κυνηγιού, Αρτεμη.
Από την άλλη η Φαίδρα: όταν την πρωτοσυναντάμε παρουσιάζει θέαμα οικτρό. Γαντζωμένη στο ανάκλιντρο του πόνου, η βασίλισσα θυμίζει φάντασμα του όμορφου εαυτού της. Ζητάει να τη βοηθήσουν να ορθώσει το κεφάλι της, να παραληρεί, ντροπή την πλημμυρίζει για τις ασυναρτησίες της, η λογική την έχει εγκαταλείψει.
Δύο μορφές, δύο εικόνες, δύο καταστάσεις διαμετρικά αντίθετες: ένας άγουρος άνδρας που καταφθάνει όλος έξαψη και λαχτάρα να λατρέψει τη θεά που τον εμπνέει στις κυνηγετικές εξορμήσεις του και μια ώριμη γυναίκα που αναδύεται από τα σκοτάδια του οίκου της με το σαλεμένο μυαλό της καρφωμένο στον θάνατο. Η διαφορά τους αποδεικνύεται ακόμη βαθύτερη…
Η περιφρονημένη Αφροδίτη δεν αστειεύεται: ο αλαζόνας αρνητής της πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο σκληρό τρόπο. Και ως απίθανο όργανο της θεϊκής εκδίκησης επιλέγεται η άτυχη Φαίδρα, που θα κληθεί, άθελά της, να διδάξει στον ατίθασο Ιππόλυτο το πιο σημαντικό μάθημα της ζωής του.
Η αρχαιοελληνική σκέψη αντιμετωπίζει τον έρωτα ως επικίνδυνη δύναμη που απειλεί την αυτονομία του ατόμου, καθώς το τοποθετεί στο έλεος της επιθυμίας. Στον «Ιππόλυτο» ο έρωτας είναι ο «λυσιμελής»: αυτός που λύνει τα μέλη, «προσβάλλει» τη σταθερότητα του σώματος και της ψυχής, προκαλεί παράλυση. Γι’ αυτό προφανώς ο κεντρικός ήρωας απεχθάνεται ακόμη και το άγγιγμα ενός ξένου χεριού. Η ακραία, απορριπτική στάση του Ιππόλυτου ακυρώνει την αναγκαία όσο και γόνιμη διαδικασία συνδιαλλαγής με το «άλλο», την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, τη σφυρηλάτηση δεσμών αγάπης ή/και προδοσίας, τις εμπειρίες ηδονής ή/και οδύνης, όλα όσα συνιστούν τη ζωή ενός ενηλίκου. Το τίμημα μιας τέτοιας διαστρέβλωσης είναι τεράστιο. Η Αφροδίτη απελευθερώνει τις δαιμονικές, καταστρεπτικές δυνάμεις της και ενεργοποιεί μια αλυσιδωτή σειρά ολέθριων γεγονότων που πλήττει θανάσιμα τους πρωταγωνιστές του δράματος. Οι δεσμοί εξάρτησης θα γεννηθούν αλλά θα είναι πια πολύ αργά. «Ετσι, στο τέλος, η θεά ενώνει όχι μόνο δύο αλλά τρεις –τον γιο, τον πατέρα και τη σύντροφό του –θρυμματίζοντας την απομόνωσή τους και αναγκάζοντάς τους να συναντηθούν μέσα στο τοπίο του αμοιβαίου αφανισμού τους για να συνθέσουν μια αργοπορημένη, αν και τραγική, οικογενειακή συμφιλίωση. Εχοντας προηγουμένως αρνηθεί κάθε ανθρώπινο άγγιγμα… ο (σ.σ.: ετοιμοθάνατος) Ιππόλυτος βρίσκει τελικά μια στοργική αγκαλιά μέσα στο σφίξιμο των πατρικών χεριών» συνεχίζει η Ζάιτλιν.
Αυτή η τραγική πορεία των ηρώων προς τον όλεθρο –ένας κλοιός που σφίγγεται ολοένα και πιο ασφυκτικά όπως η θηλιά γύρω από τον λαιμό της Φαίδρας –δεν καθίσταται ποτέ αισθητή στη σκηνοθεσία της Λυδίας Κονιόρδου. Οσο κι αν προσπαθούμε, στέκεται αδύνατο να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που την ώθησε στην επιλογή του συγκεκριμένου κειμένου. Ολα εκτυλίσσονται τόσο μηχανικά, τόσο επίπεδα… Καμία ένταση δεν αναπτύσσεται ανάμεσα στη Φαίδρα και τον Ιππόλυτο, καμία αγωνία δεν αισθανόμαστε είτε για την τύχη του ενός είτε του άλλου ήρωα, ενώ η συμφιλίωση πατέρα – γιου στο τέλος μάς αφήνει παγερά αδιάφορους. Ο Νίκος Κουρής αποπνέει την πρέπουσα αλαζονεία του ρόλου του, παρά τη στιβαρότητά του όμως δεν μπορεί να καλύψει την προφανή έλλειψη καθοδήγησης –πόσω μάλλον όταν φορεί αυτό το ακαθόριστο μικροσκοπικό γιλεκάκι που σέρνει πίσω του ουρά σαν περίσσευμα. Η Φαίδρα της Λυδίας Κονιόρδου χάθηκε μέσα σε σύννεφα ασάφειας: η ηθοποιός δεν κατάφερε να δώσει ξεκάθαρο στίγμα, να πλάσει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της ηρωίδας –μαζί με τα πέπλα της ασθένειας άφησε πίσω της και δεκάδες ερωτηματικά να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα του αρχαίου θεάτρου. Ο δύσμοιρος Θέμις Πάνου, ειδικά έτσι όπως τον έντυσαν με κόκκινη βελούδινη στρατιωτική στολή, έμοιαζε κι αυτός χαμένος, βγαλμένος επιπόλαια από το χρονοντούλαπο κάποιας σαιξπηρικής παράστασης.
Ανέμπνευστη ακαδημαϊκή δουλειά, που θέλει να δείχνει και «μοντέρνα», βγάζοντας στο άσχετο την Αφροδίτη ως περπατημένη καμπαρετζού (επίσης από άλλη παράσταση, που δεν θα θέλαμε καθόλου να τη δούμε) και την Αρτεμη αεικίνητη μπαλαρινούλα να περιφέρεται χοροπηδώντας γύρω από τον Ιππόλυτο που ξεψυχάει, αποσπώντας την προσοχή μας σε μια τόσο κρίσιμη σκηνή. Η κραυγαλέα ενδυματολογική σύγχυση (Ελλη Παπαγεωργακοπούλου) ολοκληρώνεται με τα κρινολίνα-λαμπατέρ των μελών του Χορού που βγάζουν κραυγούλες αντικρίζοντας τη νεκρή Φαίδρα. Λίγη ιαπωνική εσάνς στην κινησιολογία δεν αφήνει καμία αμφιβολία εν τέλει ως προς την απόλυτη αδυναμία της σκηνοθέτιδος να εναρμονίσει διαφορετικές πολιτιστικές αναφορές σε ένα ενιαίο σύνολο. Το εγχείρημα μένει μετέωρο, πλαδαρό, με θολές προσθέσεις και ακόμη πιο θολά αποτελέσματα.
Ο «Ιππόλυτος» ανεβαίνει την Τρίτη 12 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων Καβάλας, 21.00.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ