Ένα θέμα που συχνά απασχολεί την αρθρογραφία και την κοινή γνώμη είναι η σύνδεση της έρευνας στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα με την «αγορά»: ο ρόλος της συνεργασίας με ιδιώτες για την εκπόνηση στοχευμένων ερευνητικών προγραμμάτων, η προστασία και διατίμηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, το νομικό αλλά και τεχνικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την δημιουργία και την εξέλιξη εταιριών τεχνοβλαστών, η δημιουργία «θερμοκοιτίδων» ανάπτυξης εταιριών βασισμένων σε πρωτότυπες ιδέες, και άλλα. Αυτές οι επιδιώξεις είναι προαπαιτούμενα για την δημιουργία και εξέλιξη της οικονομίας της γνώσης στην Ελλάδα. Πιστεύω όμως, ότι αυτές οι συζητήσεις, αγνοούν πολλές φορές ένα βασικό και σημαντικό προαπαιτούμενο,την «πρωτότυπη» ή «βασική» έρευνα.
Πέραν απο την κεντρική πολιτισμική σημασία της βασικής έρευνας στην κατανόηση του κόσμου μας, υπάρχει και μια αυστηρά τεχνοκρατική και οικονομετεχνική σκοπιά: η τεχνολογική επανάσταση του προηγούμενου αιώνα και η επανάσταση της πληροφορίας που χαρακτηρίζει την χιλιετία που διανύουμε, δεν θα είχανε υπάρξει χωρίς την βασική έρευνα που απάντησε αρχικά σε «μη εφαρμοσμένα» ερωτήματα. Η κατανόηση της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας και της μοριακής φύσης του μαγνητισμου, μας οδήγησε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στα νέα μέσα αποθήκευσης πληροφορίας. Η αποσαφήνιση της δομής και του ρόλου του DNA ως γενετικού υλικού και της γενετικής βάσης πολλών ασθενειών,καθιστουν πλεον ρεαλιστική την ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας και της εξατομικευμένης (μοριακής) ιατρικής. Πριν απο όλες τις εφαρμογές, υπήρξαν βασικές επιστημονικές ερωτήσεις χωρίς άμεσα προβλέψιμη εφαρμογή.
Στην Ελλάδα, πέραν απο λίγες εξαιρέσεις, το γενικό επίπεδο της έρευνας γενικά, αλλά και της βασικής έρευνας ειδικότερα, είναι μάλλον χαμηλό:ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν την διεύρυνση του 2004, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην παγκόσμια απήχηση της έρευνας που γίνεται στην χώρα (μετρώντας είτε τις επιστημονικες αναφορές ανά δημοσίευση, είτε το h-index της χώρας απο το 1996-2013,ScimagoJR). Απο τα νέα μέλη της ΕΕ και τις υποψήφιες χωρες, η Ισλανδία, η Μάλτα, η Κύπρος,και η Εσθονία, μας έχουνε ήδη ξεπεράσει. Αποδεδειγμένα, αρκετοί Έλληνες επιστήμονες στην Ελλάδα έχουνε μια παραγωγικότητα πλήρως ανταγωνιστική με τους καλύτερους συναδέλφους τους διεθνώς. Αλλά τα παραπάνω δεδομένα δείχνουνε μια βασική παθογένεια: οτι, συνολικά, η Ελλάδα παράγει λίγη ποσοτικά πρωτότυπη γνώση, η οποία είναι ιδιαίτερα χαμηλής απήχησης.
Οι στατιστικές του OECD, δείχνουν ότι μόνον περίπου το ένα τρίτο της έρευνας χρηματοδοτήται απο κρατικούς οργανισμούς: πουθενά στον κόσμο ομως ο ιδιωτικός τομέας δεν χρηματοδοτεί την βασική έρευνα, μια και ο κίνδυνος της επένδυσης για οποιονδήποτε λογικό ιδιώτη είναι τεράστιος. Οποιοσδήποτε ερευνητής μπορεί να σας βεβαιώσει, οτι η πραγματικά πρωτότυπη (χωρίς εμφανή εφαρμογή στην αρχή της)έρευνα ξεκινάει σχεδόν πάντα απο ακαδημαϊκά εργαστήρια με κρατική χρηματοδοτηση. Το Διαδίκτυο, η μηχανή αναζήτησης της Google, η χρήση της πλατίνας και των αντισωμάτων στην αντιμετώπιση διαφόρων μορφών καρκίνου, η κατανόηση της δομής και η αποκρυπτογράφηση της ακολουθίας του DNA, έχουν όλα ένα κοινό: ότι ξεκίνησαν με κρατική χρηματοδότηση σε κρατικά εργαστήρια και Πανεπιστήμια.
Η βασική έρευνα, και η κρατική της χρηματοδότηση τόσο σε επίπεδο υποδομών όσο και σε επίπεδο ερευνητικών προγραμμάτων,είναι αναγκαία για να υπάρξει ανταγωνιστική «εφαρμοσμένη» και «μεταφραστική» έρευνα, με την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα: για την δημιουργία πραγματικά ανταγωνιστικών πακέτων πνευματικής ιδιοκτησίας, για την ίδρυση εταιριών τεχνοβλαστών βασιζόμενων σε πραγματικά πρωτοποριακές ιδέες. Ειναι επίσης πέραν πιθανής αμφιβολίας κομβικής σημασίας και για την διδασκαλία και εκπαίδευση υψηλού επιπέδου επαγγελματιών και νέων επιστημόνων, μια και κατά κανόνα οι τεχνολογίες στην πρωτοποριακή βασική έρευνα, μεταφέρονται αργότερα στην εφαρμοσμένη έρευνα, στην βιομηχανία, στα νοσοκομεία, και αλλού.
Για την κατάσταση της έρευνας στην Ελλάδα, σίγουρα φταίξανε – ειδικά στο παρελθόν – και οι διαδικασίες πρόσληψης και αξιολόγησης του επιστημονικού δυναμικού. Σημαντικό όμως μερίδιο ευθύνης έχουνε τα ανελαστικά γραφειοκρατικά συστήματα που δεν αφήνουνε κανέναν απο του πολλούς καλούς (και αρκετούς άριστους) Έλληνες επιστήμονες στην Ελλάδα να επικεντρωθούν στην έρευνα: διαγωνισμοί για τα πάντα, δεκάδες υπογραφές για απλές παραγγελίες, χρονοβόρες διαδικασίες για την πρόσληψη επιστημονικών συνεργατών.Κυρίως όμως για αυτή την κατάσταση ευθύνεται η πρακτικά ανύπαρκτη κρατική χρηματοδότηση, που μεταθέτει όλο το βάρος για χρηματοδότηση βασικης έρευνας στα Ευρωπαϊκά προγράμματα,μέσα στα άλλα στερώντας και την δυνατότητα μακρόπνοου και μακρόχρονου σχεδιασμού στο ερευνητικό τοπίο της χώρας.
Θα ήθελα να προτείνω τρεις βασικές θέσεις για να βελτιωθεί η παρούσα κατάσταση. Πρώτον, την δημιουργία ενός δυναμικού και ανεξάρτητου οργανισμού εκτός Υπουργείων, με ρόλο στον στρατηγικό σχεδιασμό, την αξιολόγηση και την χρηματοδότηση της έρευνας, με κεντρικό ρόλο την υποστήριξη των «άριστων» Ελληνων επσιτημόνων με βάση τα διεθνή δεδομένα, για την εκπόνηση πρωτότυπης βασικής έρευνας. Δεύτερον, ένα σαφέστερο νομικό πλαίσιο για τον ρόλο των μετα-διδακτορικών ερευνητών, που συχνα προσλαμβάνονται ως επιτηδευματιες (και χανουνε τον χρονο τους να αποδίδουν ΦΠΑ), που θα βοηθήσει στην διατήρηση του νέου επιστημονικού δυναμικου στην χώρα και στην σταδιακή προσέλκυση νέων διδακτόρων. Τρίτον, την ολοκλήρωση της στενής σύνδεση Πανεπιστημιων και Ερευνητικων Ινστιτούτων, με ευέλικτες δομές που επιτρέπουν την ενασχόληση μελών και των δύο ιδρυμάτων με την βασική έρευνα και διευκολύνουν την συμμετοχη των φοιτητών σε αυτήν (πράγματα που το νέο νομικό προβλέπει σε ικανοποιητικό βαθμό).
Αυτά τα βήματα μπορούν να βοηθήσουν ώστε να υπάρξει και υψηλού επιπέδου στοχευμένη, μεταφραστική έρευνα σε συνεργασία και με (συν)χρηματοδότηση απο επιχειρήσεις. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν ώστε να δημιουργηθούν οι δυνατότητες για την ανάπτυξη πραγματικά πρωτοποριακών εταιριών τεχνοβλαστών στην Ελλάδα. Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε οτι η βασική έρευνα ειναι η βάση για όλα αυτά και χρειάζεται απαραίτητα την σταθερή υποστήριξη του κράτους για να μπορέσει να αποδώσει με βάση τις μεγάλες αλλα κατα το πλείστον αναξιοποίητες δυνατότητες του αξιολογότατου Ελληνικού επιστημονικού δυναμικού.