Σκεφτείτε την εικόνα: δέκα χρόνια πριν, μια μακιγιαρισμένη, αγχωμένη κοπέλα με τσιριχτή φωνή διοργανώνει ένα από τα πρώτα της έξαλλα πάρτι. Ιδρώνει ως την ημερομηνία έναρξης, χαλαρώνει καθώς οι καλεσμένοι φαίνεται να περνάνε καλά, τους φροντίζει ακροπατώντας στο λεπτό όριο μεταξύ της αστικής ευγένειας και της δουλοπρέπειας που σε αναγκάζει να κρύβεις πράγματα κάτω από το χαλί μπροστά στους ξένους, μεθάει σε επιτρεπτό επίπεδο και, μόλις φύγει και ο τελευταίος, αποκαμωμένη κάθεται να ηρεμήσει στο βομβαρδισμένο από το κέφι σπίτι της.
Εκεί, μέσα στην ευφορία της επιτυχίας, την απόλαυση του κατορθώματος και την ελαφριά μέθη, αποφασίζει να απολαύσει τη χαρά της έχοντας τη βεβαιότητα (αλλιώς φενάκη) ότι υπάρχει χρόνος για όλα. Αλλωστε, εκείνη τη στιγμή, όλα μοιάζουν πιθανά. Ολα δείχνουν ότι δεν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής στην άσχημη ζωή. Πως ο ουρανός είναι το όριο. Πως οι εκκρεμότητες μπορούν να περιμένουν.

Η δική μας στιγμή θριαμβευτικής μακαριότητας έγινε ήδη δέκα χρόνων.

Αυτές τις μέρες έχουμε επέτειο.

Διανύουμε την ανόρεχτη περίοδο γενεθλίων των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Γυρίζουμε, χωρίς κάποια θλίψη, δέκα χρόνια πριν και θυμόμαστε μια Αθήνα διαφορετική, άδεια από τους κατοίκους της, γεμάτη από όλον τον κόσμο, αστραφτερή, πολύχρωμη, κοσμοπολίτικη, αισιόδοξη.

Ας αφήσουμε, όμως, το παρελθόν στους αδρανείς επαγγελματίες νοσταλγούς. Το 2004 είναι ήδη δέκα χρόνια πίσω και, όπως ύπουλα συμβαίνει πάντα, ο χρόνος πέρασε με εκνευριστική ταχύτητα. Τα κτίρια των Αγώνων μένουν παρατημένα μνημεία της νεοπλουτίστικης αποτυχίας μας, ο ελληνικός αθλητισμός χωρίς τα κρυφά προγράμματα «Κόροιβος» που εξύψωναν το ντοπαρισμένο ελληνικό DNA είναι πολύ πιο σεμνός και το μακιγιάζ έχει ξεραθεί.
Επειδή, όμως, ο χρόνος έχει την κακή συνήθεια να μην ασχολείται με τη δική σου μελαγχολία, ας κοιτάξουμε μπροστά. Ας φανταστούμε τη ζωή στην Ελλάδα όχι δέκα χρόνια πίσω, αλλά δέκα μπροστά, τον Αύγουστο του 2024, όταν θα ασχολούμαστε (;) με την επέτειο των 20 χρόνων από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Πώς θα είναι αυτή η άγνωστη χώρα;
Υπάρχουν δύο σχετικές αναγνώσεις. Η τεχνοκρατική και η απρόβλεπτη. Η τεχνοκρατική: πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε μια έκθεση από το ΚΕΠΕ, το ΙΟΒΕ και την εταιρεία McKinsey, με τον τίτλο «Ελλάδα 2024». Σε αυτήν, αμετανόητοι τεχνοκράτες, με μοναδικό όπλο τους ασταθείς αριθμούς, παρουσίασαν ένα αναπτυξιακό σχέδιο που έδινε έμφαση στον τουρισμό, στις μεταφορές, στο βαμβάκι, στα φρούτα, στα γαλακτοκομικά, στο λάδι, στο μάρμαρο και στα είδη ένδυσης. Ενα αναπτυξιακό πλάνο κάπως ασφυκτικό μέσα στην τωρινή οικονομική κατάσταση, το οποίο παραμερίζει τον χώρο της βιομηχανίας και φιλοδοξεί να απασχολήσει εκατομμύρια ανέργους του 2014 σε υπηρεσίες, σε καφέ, στον τουρισμό, με λίγα λόγια μετατρέπει τη χώρα σε έναν μπουτίκ προορισμό διακοπών των κουρασμένων πλουσίων της Ευρώπης. Ενα όμορφο, αλλά ελαφρώς καθυστερημένο αποικιακό κράτος, με γαλάζιο ουρανό και γκρίζο μέλλον.

Αν έχουμε εμπειρία από κάτι, αυτό είναι ότι οι αριθμοί, όσο στέρεοι και να δείχνουν σε ένα κομμάτι χαρτί, στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο απρόβλεπτοι: Η άλλη εκδοχή είναι κάπως πιο αισιόδοξη, αν και λιγότερο τεχνοκρατική. Μιλάει για μια λογική ανάπτυξη που δεν θα συμβεί βάσει ενός βολικού (για τους λίγους) αναπτυξιακού μοντέλου, αλλά για κάτι που θα φτιαχτεί με τη δύναμη της αδράνειας και της καταπιεσμένης δημιουργικότητας.

Μιλάει για μια λογική και όχι επικοινωνιακή στροφή του ελληνικού κράτους στη μοναδική επανάσταση που μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα: στον εξορθολογισμό της φορολογικής πολιτικής και στη σταθεροποίησή της για τα επόμενα χρόνια. Τη συνθήκη όπου το επιχειρηματικό δαιμόνιο θα μπορεί να λειτουργήσει πραγματικά και όχι καιροσκοπικά. Σε πραγματική και όχι «μοδάτη» αγροτική πολιτική. Στη σταδιακή επιστροφή των εργατικών δικαιωμάτων ετών που θυσιάστηκαν υπό τον φόβο της κατάρρευσης, με το όραμα της υστερικής ανάπτυξης.

Και το σημαντικότερο; Παιδεία. Οχι αυτήν που ευαγγελίζεται ο υφυπουργός Παιδείας Κώστας Κουκοδήμος, ο μετρ των άκυρων αλμάτων στην αθλητική του καριέρα και εσχάτως μετρ των άκυρων δηλώσεων, ο οποίος είπε πρόσφατα στη Βουλή ότι «στα νηπιαγωγεία τα παιδιά δεν μαθαίνουν τίποτα, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία ως εκπαιδευτήρια».
Αλλά πραγματική παιδεία, αυτή που μπορεί (προλαβαίνει) να κάνει τους ανθρώπους που θα βγαίνουν στη ζωή το 2024 να βλέπουν το μέλλον όπως είναι στην πραγματικότητα. Ούτε άσπρο ούτε μαύρο. Δεν τους ανήκουν τα πάντα, ούτε είναι καταδικασμένοι να είναι κακοπληρωμένοι υπηρέτες ενός αποτυχημένου κράτους. Ούτε βολεμένοι από την αγανάκτηση του πάντα «φταίνε οι άλλοι» ούτε ναρκωμένοι στον αντιπαραγωγικό βούρκο της ελληνικής πραγματικότητας.
Παιδιά που, μετά το δικό τους πάρτι, δεν θα περιμένουν δέκα χρόνια για να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ