«Με κριτήριο τις οικονομικές αρχές, η Ελλάδα θα έπρεπε ήδη να έχει χρεοκοπήσει και η ευρωζώνη να έχει διαλυθεί. Αλλά αυτό δεν συνέβη, διότι οι πολιτικές αποφάσεις υπερβαίνουν μέχρι σήμερα τα οικονομικά προσκόμματα και παράγουν λύσεις. Θα συνεχίσουν να το κάνουν;». Με αυτή τη φράση ξεκινούσε η στήλη Adventure Economist της 8ης Ιουλίου 2012 που έφερε τον τίτλο «Η Πολιτική «κερδίζει» την Οικονομία». Τα επόμενα δύο χρόνια οι πολιτικές αποφάσεις «συνέχισαν» να παράγουν λύσεις. Σε πρώτη φάση, η ευρωζώνη έλαβε τις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Σε δεύτερη φάση (που ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη…), θα πρέπει να επιλυθεί το σοβαρό θέμα του ελληνικού χρέους. Η εκκρεμότητα παραμένει (και) λόγω υπαιτιότητας της ΕΕ. Και στο θέμα αυτό η πολιτική έχει αποκλειστικά τον λόγο.
Μέχρι και σήμερα, οι Γερμανοί, το ΔΝΤ και η υπόλοιπη τρόικα υποδείκνυαν πολιτικές και οι Ελληνες, πρόθυμα ή απρόθυμα, τις εφαρμόζαμε, καθώς βρισκόμασταν υπό τη διαρκή απειλή της μη καταβολής της επόμενης δόσης. Τώρα που πλέον οι δόσεις από την πλευρά της ευρωζώνης τελείωσαν και το ΔΝΤ απομένει μόνο του στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος, οι δανειστές αναζητούν ένα διαφορετικό «modus vivendi». Εξετάζουν συγκεκριμένα να συνδέσουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με ένα πολυετές μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, στη βάση του οποίου η Ελλάδα, κάθε φορά που θα επιτυγχάνει τους στόχους, θα λαμβάνει μείωση επιτοκίων στα δάνεια του EFSF και στα διμερή δάνεια του πρώτου Μνημονίου (GLF).
Αν και σε πρώτη ανάγνωση αυτή η εξέλιξη μοιάζει δυσμενής, μπορεί και να μην είναι. Αλλά για ποια «ελάφρυνση» μιλάμε; Αυτή θα εξαρτηθεί από την πολιτική διαπραγμάτευση του προσεχούς φθινοπώρου. Αν η Ελλάδα ταυτιστεί με τη ρητορική της ΕΕ (δόγμα Ρέγκλινγκ) ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, καθώς είναι «φιλικό» (δεν χρωστάμε τα λεφτά σε τράπεζες αλλά σε κράτη-εταίρους) και ότι με μια απλή επιμήκυνση των λήξεων και μείωση των επιτοκίων όλα θα είναι καλά, τότε απλώς δημιουργούνται οι συνθήκες για μια νέα κρίση χρέους. Αν, ωστόσο, δεν υιοθετηθούν από την Ελλάδα τα «αστεία» αυτά επιχειρήματα και η χώρα δεσμευτεί να τρέξει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα της υποδείξουν με αντάλλαγμα μια γενναία μείωση του χρέους (αρχής γενομένης με τα επιτόκια των δανείων του GLF και του EFSF και με επιμήκυνση της περιόδου χάριτος αποπληρωμής από τα 10 στα 30 έτη), τότε η πολιτική διαπραγμάτευση θα λειτουργούσε πραγματικά υπέρ της. Και οι συνθήκες είναι πλέον κατάλληλες για να ασκήσει η Ελλάδα πίεση προς μια οριστική λύση της γενεσιουργού αιτίας της κρίσης.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι Ελληνες υπερφορολογήθηκαν, έμειναν άνεργοι, είδαν funds-«γύπες» να αποκτούν τις τράπεζες που διέσωσαν με τα δικά τους χρήματα, είδαν κερδοφόρα κρατικά μονοπώλια και εκτάσεις«φιλέτα» να περνούν στον έλεγχο επιχειρηματιών με δανεικά χρήματα, βρέθηκαν μπροστά σε προκλητικές περιπτώσεις νομοθέτησης υπέρ ατομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, αλλά και αμνήστευσης όλων όσων λάμβαναν τις αποφάσεις αυτές. Αν και η κοινωνική «ανοχή» στα φαινόμενα αυτά αποτελεί κυρίως προϊόν κόπωσης από το παρατεταμένο πρόγραμμα λιτότητας (κάτι που εκμεταλλεύτηκαν κυβέρνηση και τρόικα), η ελληνική κοινωνία μέχρι σήμερα ανέμενε ότι οι αποφάσεις του Νοεμβρίου 2012 για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα υλοποιούνταν.
«Εμείς θα κάνουμε ό,τι πρέπει και οι Ευρωπαίοι θα πράξουν τα δέοντα για το χρέος». Αυτή ήταν η συμφωνία, επάνω σε αυτή στηρίχθηκε μια πολιτική γεμάτη θυσίες και έτσι πρέπει να παραμείνει. Ηταν ένας λόγος τιμής. Ενα συμβόλαιο της κυβέρνησης αφενός με την Ευρώπη και αφετέρου με τους έλληνες πολίτες. Μάλιστα, επειδή η ελληνική υποχρέωση για τα πρωτογενή πλεονάσματα έχει ήδη επιτευχθεί, η πολιτική διαπραγμάτευση για το χρέος θα πρέπει να ξεκινήσει με αυτή την παραδοχή και να μην επιτραπεί να ξεχαστούν οι θυσίες του ελληνικού λαού. Πιο απλά, θα πρέπει, προτού συμφωνηθούν οι δεσμευτικές μεταρρυθμίσεις και οι δημοσιονομικοί στόχοι, να υπάρξει μια προκαταβολική μείωση του χρέους από πλευράς της ευρωζώνης ως ένδειξη καλής θέλησης.
Η επίλυση του προβλήματος του ελληνικού χρέους αποτελεί ηράκλειο πολιτικό άθλο και όποιος το καταφέρει θα δικαιούται θέση στο πάνθεον της ελληνικής πολιτικής Ιστορίας. Η διαπραγμάτευση για μια οριστική ελάφρυνση του χρέους, χωρίς αστερίσκους και εκκρεμότητες, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η μητέρα όλων των (διαπραγματευτικών) μαχών. Σε όρους εσωτερικής πολιτικής σκηνής, αυτή θα καταδείξει αν ο Αντώνης Σαμαράς είναι πράγματι ο μεταρρυθμιστής Πρωθυπουργός ή αν ο Αλέξης Τσίπρας θα είναι αυτός που θα λύσει τον γόρδιο δεσμό του χρέους.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ