Προτού συζητήσω το προκείμενο ζεύγος, που παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη σύνθεση των αισχυλικών Περσών, λίγα λόγια πρώτα για την άνιση αναλογία πράξης και διήγησης στην εξέλιξη του δράματος. Οπου η πράξη περιορίζεται κυρίως στην τελετουργική επιφάνεια του φασματικού Δαρείου, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά της, ενώ η διήγηση της ολέθριας ήττας των Περσών διαπερνά δραματοποιημένη την επική αυτή τραγωδία απαρχής μέχρι τέλους. Στο δραματικό εξάλλου παρόν συμβάλλονται η αγωνία, ο θρήνος και το πένθος για την απώλεια αναρίθμητων πολεμιστών, ο κατάλογος των οποίων συνεχώς προσαυξάνεται.
Προχωρώ τώρα στο πυκνό δίκτυο ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων, που εξέχει στην πορεία του συγκεκριμένου δράματος, ανακαλώντας τις επώνυμες ανδροκτασίες της Ιλιάδας, όπου κανείς μαχητής, που σκοτώνει και σκοτώνεται στο πεδίο της μάχης, δεν παραμένει ανώνυμος. Αυτόν τον έντιμο ιλιαδικό κανόνα εφαρμόζει ο Αισχύλος εδώ, μεταγράφοντας αλλεπάλληλα περσικά ονόματα προσώπων και τόπων στα ελληνικά. Η κατανομή και η καταμέτρησή τους στον Πρόλογο και στα τρία μέρη του δράματος δίνουν εντυπωσιακά εξαγόμενα.
Ηδη στους εξήντα πέντε πρώτους στίχους του Προλόγου τα ανθρωπωνύμια και τα τοπωνύμια φτάνουν τα τριάντα. Για να εκτιμηθεί η γλωσσική τους ευρηματικότητα και το ακροαματικό τους εκτόπισμα παρατίθενται δεκατρία ανθρωπωνύμια: Αμίστρης, Αρταφέρνης, Μεγαβάτης, Αστάσπης, Αρτεμβάρης, Μασίστρης, Ιμαίος, Φαρανδάκης, Σουσισκάνης, Αρσάμης, Μητρογαθής, Μάρδων, Θάρυβις. Ονομαστικοί εξάλλου κατάλογοι πεσόντων και αγνοουμένων διασπείρονται εφεξής και στα τρία μέρη της τραγωδίας: τόσο στην τρίβαθμη αγγελική ρήση του πρώτου μέρους, όσο και στον αμοιβαίο διάλογο Ατοσσας και Δαρείου του δεύτερου μέρους. Αλλά και στο τρίτο, εξοδικό μέρος ο Χορός χρεώνει τον Ξέρξη με πρόσθετο ονομαστικό κατάλογο νεκρών, που φτάνουν στους είκοσι.
Απορίας άξιον στην προκειμένη περίπτωση είναι πόσα ονόματα από τους διαδοχικούς αυτούς καταλόγους ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων ακούγονται στις σύγχρονες παραστάσεις του έργου, όπου κατά κανόνα αφειδώς κουρεύονται, ως θεατρικώς ανενεργά στοιχεία. Το ίδιο εξάλλου ισχύει και με το πυκνό δίκτυο επιφωνημάτων, που δηλώνουν, άμεσα και σωματικά, το πάθος και το πένθος των προσώπων του δράματος. Παραθέτω όσα, επαναλαμβανόμενα από τον Χορό και τον Ξέρξη, συσσωρεύονται στην έξοδο του δράματος: αιαί, ιώ, εέ, όι, οά, οτοτόι, οτοτοτοί. Και αυτά στις τρέχουσες παραστάσεις εξαφανίζονται, όταν δεν ή αναπληρώνονται από μελοδραματικές κραυγές.
Υπάρχει ωστόσο μια παραδειγματική εξαίρεση, ανιχνεύσιμη στην ποίηση του Καβάφη. Πρόκειται για ένα από τα δύο «ανέκδοτα» αισχυλικά του ποιήματα, που διασταυρώνεται με τους αισχυλικούς Πέρσες. Χρονολογημένο επακριβώς («Οκτώβριος 1899»), επιγράφεται ΝΑΥΜΑΧΙΑ. Το παραθέτω, προσαρμόζοντας μόνο το τονικό του σύστημα:
Αφανισθήκαμεν εκεί στη Σαλαμίνα. / Οά, οά, οά, οά, οά, οά, να λέμε. / Δικά μας είναι τα Εκβάτανα, τα Σούσα, / κι η Περσέπολις –οι πιο ωραίοι τόποι. / Τι εγυρεύαμεν εκεί στην Σαλαμίνα / στόλους να κουβανούμε και να ναυμαχούμε. / Τώρα θα πάμε πίσω στα Εκβάτανά μας, / θα πάμε στην Περσέπολί μας, και στα Σούσα. / Θα πάμε, πλην σαν πρώτα δεν θα τα χαρούμε. / Οτοτοτοί, οτοτοτοί∙ η ναυμαχία / αυτή γιατί να γένεται και ν’ απαιτήται. / Οτοτοτοί, οτοτοτοί∙ γιατί να πρέπη, / να σηκωνόμεθα, να παραιτούμεν όλα, / κ’ εκεί να πιαίνουμε να ναυμαχούμε αθλίως. / Ετσι γιατί να ήναι: μόλις κανείς έχει / τα περιώνυμα Εκβάτανα, τα Σούσα / και την Περσέπολιν, ευθύς αθροίζει στόλο / και πηαίνει προς τους Ελληνας να ναυμαχήσει. / Α ναι βεβαίως∙ άλλο λόγο να μη λέμε: / οτοτοτοί, οτοτοτοί, οτοτοτοί. / Α ναι τω όντι∙ τι μας μένει πια να πούμε: / οά, οά, οά, οά, οά, οά.
Πολλά θα είχε κάποιος να πει για το υποδειγματικό αυτό ποίημα του Καβάφη, που αποστάζει τους αισχυλικούς Πέρσες τροποποιώντας δραστικά τη σκηνοθεσία τους, εν μέρει και την ιδεολογία τους. Εδώ ενδιαφέρει κυρίως η αυτουσία μεταφορά τριών σημαδιακών τοπωνυμίων του αισχυλικού προτύπου (Εκβάτανα, Σούσα, Περσέπολις) και δύο καίριων επιφωνημάτων (οά και οτοτοτοί). Τρεις φορές επαναλαμβάνεται η τριάδα των τοπωνυμίων, τρεις φορές το επιφώνημα οτοτοτοί (εις διπλούν τη μία, εις τριπλούν την άλλη), και δύο φορές (επί έξι) το οά.
Τα ανθρωπωνύμια εδώ απουσιάζουν, γιατί το υποκείμενο του ποιήματος είναι συλλογικό και ομώνυμο: μιλούν όσοι απόμειναν με μια, μετέωρη στον χώρο και στον χρόνο, φωνή, από κοινού φαντάζονται τον αμφίβολο νόστο τους, από κοινού στοχάζονται το άδηλο μέλλον τους και απελπίζονται. Εξέχουν ωστόσο στον κοινό τους λόγο με την επανάληψή τους αυτούσια τα αισχυλικά τοπωνύμια και τα συγκλονιστικά επιφωνήματα, ως σήματα μιας ανεπανάληπτης ποίησης. Αφήνοντας τον θεματικό τους περίγυρο (εσκεμμένα, πιστεύω) αμήχανο. Αυτά ο ιδιοφυής Καβάφης. Εμείς;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ