H τριπλή εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου, με όλα τα «φορτία» που μετέφερε, δεν επέτρεψε δυστυχώς μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από το παρόν και το μέλλον της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης.
Είναι γεγονός ότι ο δημόσιος διάλογος –πέρα από τα «μνημονιακά – αντιμνημονιακά» –περιεστράφη σε πολύ μεγάλο ποσοστό γύρω από τα προβλήματα της οικονομίας και της κεντρικής διοίκησης. Κι όμως, σήμερα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τον «Καλλικράτη», έχουμε τη δυνατότητα μιας ψύχραιμης αποτίμησης σε σχέση με τον ρόλο της αιρετής Περιφέρειας στο διοικητικό μοντέλο της χώρας. Η αποτίμηση αυτή σχετίζεται ευθέως με ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία: Τι είδους συντεταγμένη, δημοκρατική Πολιτεία επιθυμούμε; Τι κράτος και κατ’ επέκταση τι είδους αυτοδιοίκηση θέλουμε ώστε αυτά να μην αποτελούν τροχοπέδη αλλά προωθητικό μοχλό της κοινωνίας;
Αν η ειλικρινής απάντηση είναι ότι προσβλέπουμε σε ένα μικρό, επιτελικό κεντρικό κράτος με στρατηγικά χαρακτηριστικά, τότε οφείλουμε να παραδεχθούμε πως η ουσιαστική αναβάθμιση της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης πρέπει να αναδειχθεί σε μείζονα προτεραιότητα.
Η αλήθεια είναι ότι η μεγάλη προσπάθεια μεταρρύθμισης που σηματοδοτήθηκε από τον «Καλλικράτη» συνέπεσε με την κορύφωση της κρίσης. Ετσι, στις όποιες δομικές ατέλειες του νέου νόμου προστέθηκε κι ένα ακόμη πρόβλημα, καταλυτικά σημαντικότερο: η έλλειψη πόρων, που είχαν μεν προβλεφθεί αλλά στην πράξη σαρώθηκαν από την οικονομική δυσπραγία του κράτους. Παρά τα εμπόδια, αυτή η πρώτη θητεία –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Περιφέρεια Αττικής –απέδειξε ότι η κατεύθυνση είναι σωστή. Η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση αποτελεί πλέον ένα θεσμικό πλαίσιο πολύ πιο κοντά στα πραγματικά προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, με τους απαραίτητους βαθμούς ελευθερίας για να δώσει λύσεις, να συμβάλει στην ανάπτυξη. Αποδείξαμε στην πράξη ότι όλα αυτά μπορούν να γίνουν –και μάλιστα με διαφάνεια και αποδοτική, «νοικοκυρεμένη» οικονομική διαχείριση.
Δεν είναι όμως λίγα αυτά που βρίσκονται μπροστά μας. Χρειάζεται ένα μεγάλο βήμα εμπρός για να καλυφθούν τα διαπιστωμένα πλέον «καλλικρατικά» κενά:
–Απαιτείται περισσότερη πραγματική αυτοδιοίκηση, είναι απαραίτητο να «απογαλακτισθούμε» πολύ πιο γρήγορα από την κεντρική εξουσία.
–Πρέπει να συμπτυχθούν αρμοδιότητες και να απλοποιηθούν διαδικασίες.
–Είναι υποχρεωτικό να ολοκληρωθεί η μεταφορά πόρων, οι οποίοι, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμά , πρέπει να αντιστοιχούν ευθέως στις αρμοδιότητες της Περιφέρειας.
–Η ίδια η Αυτοδιοίκηση, με τόλμη και αποφασιστικότητα, να αναδιοργανώσει και να εκσυγχρονίσει τις υπηρεσίες της.
Οι περιφερειάρχες, λοιπόν, με βάση και την προηγούμενη εμπειρία , πρέπει να συνεχίσουν τον αγώνα της πρώτης δύσκολης θητείας. Η προσπάθεια χρήσιμο θα ήταν να επικεντρωθεί στο περαιτέρω «κτίσιμο» και όχι στην «κατεδάφιση» .
Οι αλλαγές και οι βελτιώσεις που θα επιφέρουν στον θεσμό οι επερχόμενες περιφερειακές διοικήσεις πρέπει οπωσδήποτε να «συναντηθούν» με την πολιτική βούληση της κεντρικής εξουσίας –γεγονός που, όπως αποδείχθηκε διαχρονικά είναι εξαιρετικά δύσκολο. Μπορούν να το κάνουν μόνοι τους, με τα «όπλα» που διαθέτουν; Οχι, είναι η απάντηση. Η Περιφέρεια, καλώς ή κακώς, δεν νομοθετεί. Αυτό είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής.
Μπορούμε όμως όλοι εμείς στην αιρετή Περιφέρεια να εξαντλήσουμε τις πολιτικές μας δυνατότητες και να πιέσουμε τεκμηριωμένα για να το πετύχουμε.
Παράλληλα οφείλουμε να εξαντλήσουμε τα λίγα διαθέσιμα εργαλεία –ουσιαστικά τις διοικητικές αποφάσεις –για να διορθώσουμε τις πολλές ατέλειες της καθημερινότητας. Στην Αττική κατά τη διάρκεια της δικής μας θητείας το κάναμε ήδη και εύχομαι η νέα περιφερειάρχης να ξεπεράσει τα εμπόδια που η ίδια έθεσε με τη λαϊκιστική ρητορική της και να συνεχίσει την προσπάθεια. Ο πρωταρχικός στόχος είναι απολύτως ορατός: να λιγοστέψουν οι συναρμοδιότητες που στην πράξη ακυρώνουν την ουσία της διοίκησης επιβαρύνοντας αφόρητα την καθημερινή σχέση με τους πολίτες.
Η ισχυρή, ανεξάρτητη Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, αποτελεί μονόδρομο για μια σχέση Δημοσίου – πολίτη που θα χαρακτηρίζεται από αποτελεσματικές υπηρεσίες, αναπτυξιακή λογική, κοινωνική ευαισθησία και διαφάνεια. Ταυτόχρονα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για ένα ευέλικτο κεντρικό κράτος που θα διαθέτει τα κατάλληλα στρατηγικά εργαλεία και θα εστιάζει στα μεγάλα θέματα: την οικονομία, την εκπαίδευση, την Υγεία, την εξωτερική πολιτική, τη δημοκρατία.
Αποτελεί πολυτέλεια να συζητάμε κάτι τέτοιο σήμερα; ή μήπως πρόκειται για το μόνο ουσιαστικό, μακροπρόθεσμο «αντίδοτο» στα χρόνια, λιμνάζοντα προβλήματα του τόπου μας;
Η κυρία Αννα Παπαδημητρίου-Τσάτσου είναι δικηγόρος, αντιπεριφερειάρχης Αττικής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ