Το αίμα που κληρονομείται: αυτό που περνάει από γενιά σε γενιά δημιουργώντας δεσμούς συγγένειας πιο ισχυρούς από κάθε νόμο. Το αίμα που χύνεται άδικα και ζητάει εκδίκηση: η βίαιη απώλεια ενός μέλους της οικογένειας και η εξίσου βίαιη ανταπόδοση που προκαλεί σε αυτή την κλειστή κοινωνία, όπου οι έννοιες της τιμής και της βεντέτας βασιλεύουν τυραννικά. Το αίμα του παρθενικού υμένα: αυτό που πρέπει, σαν άλλο μελάνι, να σφραγίσει τα λευκά σεντόνια ώστε να επισημοποιηθεί το «συμβόλαιο» της γαμήλιας ένωσης –σύμφωνα με τους κώδικες της ίδιας κλειστής κοινωνίας. Το αίμα που βράζει από επιθυμία: το ερωτικό ένστικτο που εξουσιάζει τις ορμές ανδρών και γυναικών χωρίς να υπολογίζει κανένα εμπόδιο και συντρίβει και την πιο ιερή σύμβαση προκειμένου να καταλαγιάσει την ορμή του.
Ξανά και ξανά οι διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες έννοιες της λέξης «αίμα» αναδύονται στο κείμενο του Λόρκα. «Οταν έφτασα στο γιο μου, κείτονταν νεκρός στη μέση του δρόμου. Πότισα τα χέρια μου με το αίμα του και το έγλειψα με τη γλώσσα μου –γιατί ήταν το δικό μου αίμα» θυμάται γεμάτη οργή και πίκρα η Μητέρα, που ακόμη και τη μέρα που παντρεύει τον δεύτερο γιο της δεν μπορεί να ξεχάσει τον χαμό του πρώτου. «Κορόιδευαν τους εαυτούς τους, αλλά τελικά το αίμα αποδείχθηκε ισχυρότερο» λέει ένας από τους τρεις Ξυλοκόπους σχολιάζοντας, σαν άλλο μέλος Χορού αρχαίας τραγωδίας, το παθιασμένο σμίξιμο της Νύφης με τον εραστή της, Λεονάρντο, φυγάδες τώρα οι δυο τους μέσα στα δάση, με τον προδομένο Γαμπρό στα ίχνη τους. Ο τίτλος «Ματωμένος γάμος», συνεπώς, μετατρέπεται σε μια μεταφορική συμπύκνωση όλων των δραματικών συγκρούσεων που περιέχονται στο έργο (βλέπε σχετικά την ανάλυση του Ριντ Αντερσον στο βιβλίο του «Federico Garcia Lorca»). Αυτό που ενώνει τους ανθρώπους, που εκφράζει την πρωταρχική ύλη της ζωής και της συγγένειας, μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε αυτό που τους χωρίζει, γεννάει αντιπαράθεση, έχθρα και θάνατο στις ανθρώπινες υποθέσεις.
Ο «Γάμος» της Κιτσοπούλου τώρα κάθε άλλο παρά «Ματωμένος» αποδεικνύεται. Νομίζω «απέραντα σαχλός» είναι ο χαρακτηρισμός που θα του ταίριαζε γάντι. Αφού περάσει μισή ώρα εσωστρέφειας, με τους ηθοποιούς άφαντους, κλεισμένους σε κουτάκια-«σπιτάκια», το υπόλοιπο μέρος της παράστασης αφιερώνεται κυρίως στην αναπαράσταση του γαμήλιου γλεντιού. Σε «σύγχρονους» όρους αυτό μεταφράζεται ως εξής: οι καλεσμένοι, καθισμένοι πίσω από ένα μακρόστενο τραπέζι, φυσάνε σαπουνόφουσκες ενώ ακούνε Μάκη Χριστοδουλόπουλο στη διαπασών «Μπρος στην εκκλησιά, μια ακόμη μαχαιριά θέλεις να μου δώσεις». Η Μητέρα (ο Καραθάνος με ταγέρ και βεντάλια) κάνει κουνήματα, ενώ ο Λεονάρντο προσπαθεί να ξεφορτωθεί τη γυναίκα του που έχει κολλήσει σαν βδέλλα στο πόδι του και του τραγουδά «Αγάπα με, μ’ όλα τα λάθη που ‘χω κάνει, κράτα με…». Σειρά έχει ο Χατζιδάκις με το «Τώρα νυφούλα μου χρυσή», μια καλή αφορμή για να βγει η σαμπάνια, που την παραδίδει το ντελίβερι-μπόι. Μαζί εμφανίζεται και η Κιτσοπούλου για να μας ανακοινώσει περιχαρής: «Η σαμπάνια είναι κερασμένη από τον Γιώργο Λούκο!». Ενας νεάντερταλ κουμπάρος-ποδοσφαιριστής αναρωτιέται «ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο μουλάρι και στο άλογο;» για να λάβει την απάντηση «υπάρχει και το γαϊδουρομούλαρο». Μεσολαβεί ένα «σοβαρό» ιντερλούδιο, με τη Μάνα να ωρύεται «ήπια το αίμα του παιδιού μου, το καταλαβαίνεις;» και στη συνέχει επιστρέφουμε με σπάσιμο πιάτων, selfies γαμπρού και μαμάς, «όπα έλα, όπα έλα, στην πούτσα μου προπέλα» κ.ο.κ. Η Νύφη και ο Γαμπρός χορεύουν Τζόνι Λόγκαν και «Hold me now», ο Λεονάρντο τρώει τα λυσσακά του που τους βλέπει, η σύζυγος Λεονάρντο τρώει ό,τι βρει μπροστά της και ξερνάει απανωτά, ενώ μια ευτραφής καλεσμένη μάς διαβάζει το βιογραφικό του Λόρκα. Λίγο αργότερα, να σου κι ο Χριστιανόπουλος με το «Ενός λεπτού σιγή» σε ένα δραματικό κρεσέντο για πιάνο – φωνή…
Πρόθεση προφανώς της σκηνοθέτριας, μεταξύ άλλων, είναι να καταδείξει την μπαναλιτέ της επαρχιώτικης νοοτροπίας με άξονα έναν γάμο και μια προδοσία. Το μόνο που καταφέρνει να ενορχηστρώσει όμως είναι την ομαδική εκτόνωση μιας παρεούλας που περνάει καλά μόνη της κάνοντας πλάκες ο ένας με τον άλλον και αφήνοντας εμάς τους θεατές να βουλιάζουμε σε μιαν αφόρητη πλήξη. Ολα πέφτουν θύμα μιας πρώτης, χοντροκομμένης ανάγνωσης που αποθεώνει την ευκολία και την κυριολεξία: η γλαφυρή αναπαράσταση του οιδιπόδειου με τον Γαμπρό να θηλάζει τη Μητέρα, όλα τα τραγούδια με τη λέξη «γάμο» ή «νύφη» στο playlist κ.ο.κ. Μπορεί ο μουσικός «αχταρμάς» να αποτελεί σύμπτωμα της κουλτούρας μας σήμερα, η απλοϊκή, άκριτη αναπαραγωγή του όμως επί σκηνής δεν συνιστά κανενός είδους σχόλιο –μόνο μια πράξη μαϊμουδισμού. Ακόμη κι αν η παρωδία ήταν το ζητούμενο, ούτε αυτή επιτυγχάνεται: θα χρειαζόταν ευφυΐα, πνεύμα και χιούμορ για κάτι τέτοιο, αρετές που απουσιάζουν παταγωδώς από το εν λόγω εγχείρημα. Είτε από την καλή είτε από την ανάποδη το κοιτάξει κανείς, ο «γάμος» της Λένας ουδεμία σχέση έχει με το έργο του Λόρκα: το τελευταίο στάθηκε, όπως φαίνεται, απλώς μια καλή ευκαιρία για τους συντελεστές να το ρίξουν λιγάκι έξω πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές τους…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ