Ο Πόουλ Τόμσεν σε τρία χρόνια από σήμερα θα συνταξιοδοτηθεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχοντας συμπληρώσει 35 χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ θα είναι 67 ετών και θα αποχωρεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Ο Μάριο Ντράγκι θα είναι 70 ετών και θα μετρά δύο χρόνια για τη συμπλήρωση της οκταετούς θητείας του στην ΕΚΤ. Πιο απλά, την κρίσιμη τριετία 2020-2022, όταν και θα κριθεί στην πράξη η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, κανείς από τους σημερινούς πρωταγωνιστές του ελληνικού Μνημονίου δεν θα έχει ενεργό ρόλο και ανάμειξη στα ελληνικά πράγματα.
Το τελευταίο εξάμηνο οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας παρουσιάζουν μια φαντασιακή εικόνα για το ελληνικό χρέος. Το βαπτίζουν βιώσιμο, ενώ δεν είναι, στηριζόμενοι στις εξής παραδοχές: ότι το 66% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια της ευρωζώνης και του ΔΝΤ και ότι το μεσοσταθμικό επιτόκιο του ελληνικού χρέους είναι στο 2,2%, κάτι που καθιστά την Ελλάδα άμεσα συγκρίσιμη με τις ΗΠΑ όσον αφορά το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της.
Η επιχειρηματολογία αυτή, την οποία πρώτος εισήγαγε στον δημόσιο διάλογο ο Κλάους Ρέγκλινγκ, είναι σίγουρα επωφελής για τους Γερμανούς, αλλά σε καμία περίπτωση για τους Ελληνες, καθώς απλώς μεταθέτει τα προβλήματά τους και δεν τα επιλύει.
Η ευρωζώνη και ειδικά η Γερμανία εμφανίζονται να εξετάζουν μια κλιμακωτή ελάφρυνση του χρέους που περιλαμβάνει τη μείωση των επιτοκίων των διμερών δανείων του πρώτου Μνημονίου (GLF –52,9 δισ. ευρώ) και την επέκταση των λήξεων των ομολόγων του EFSF και του GLF από τα 30 στα 50 έτη, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα υλοποιήσει τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα που θα της υποδεικνύονται. Οι εταίροι μας υποστηρίζουν πως από τη στιγμή που οι αγορές γνωρίζουν ότι η ευρωζώνη κατέχει 190 δισ. ευρώ του ελληνικού χρέους, αρκεί να διατηρηθούν τα επιτόκια χαμηλά και η διάρκεια αποπληρωμής του χρέους να επεκταθεί ώστε το χρέος να χαρακτηριστεί βιώσιμο. Υποστηρίζουν, μάλιστα, πως μια χώρα με απόθεμα χρέους 320 δισ. ευρώ (177% του ΑΕΠ) μπορεί μέσα από την εξοικονόμηση στο σκέλος των τόκων να βρει δημοσιονομικό χώρο για να στηρίξει τις αναπτυξιακές της προοπτικές.
Αυτό το οποίο προβληματίζει περισσότερο είναι η νέα αυτή γερμανική επιχειρηματολογία που απορρίπτει εκτός από το «κούρεμα» του χρέους του επίσημου τομέα, κάτι που θεωρείται «ριζοσπαστικά» απαγορευμένο για την ευρωζώνη (το ζητούν το ΔΝΤ και ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτόχρονα), και μια λύση γενναίας μείωσης του χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας. Δηλαδή μια λύση που θα μειώνει συνολικά τα επιτόκια δανεισμού του επίσημου τομέα προς την Ελλάδα και θα μεταθέτει την αποπληρωμή του χρέους σε βάθος 70ετίας, με πρόσθετη περίοδο χάριτος 30 ετών στην αποπληρωμή των τόκων.
Το 2022 λήγει η περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή των τόκων των δανείων που έχουμε λάβει από την ευρωζώνη. Το έτος εκείνο –σε οκτώ χρόνια από σήμερα –θα πρέπει μόνο για τόκους να πληρώσουμε στην ευρωζώνη 22,5 δισ. ευρώ. Αν προσθέσουμε και τα δάνεια ύψους 6,2 δισ. ευρώ που ωριμάζουν εκείνη τη χρονιά, η Ελλάδα θα βρεθεί να πρέπει να αποπληρώσει συνολικές υποχρεώσεις ύψους 28,7 δισ. ευρώ. Ακόμη και αν υποθέσουμε πως στο πλαίσιο της διευθέτησης του χρέους θα επιμηκυνθεί η περίοδος χάριτος από το 2022 στο 2032 και θα μειωθούν τα επιτόκια των διμερών δανείων στο μισό, και πάλι, στο έτος εκείνο, 18 χρόνια από σήμερα, θα πρέπει να αποπληρώσουμε μέσα σε ένα έτος περίπου 20 δισ. ευρώ (10 δισ. ευρώ τόκους και 9,5 δισ. ευρώ δάνεια).
Για να δώσουμε μια τάξη σύγκρισης, απλώς αναφέρουμε πως στο νέο ΕΣΠΑ της περιόδου 2014-2020 ο προϋπολογισμός όλων των προγραμμάτων ανέρχεται σε περίπου 19,89 δισ. ευρώ κοινοτικής συνδρομής. Δηλαδή, ακόμη και στην περίπτωση που διευθετηθεί το χρέος, το 2032 θα πρέπει η Ελλάδα να εκταμιεύσει για δανειακές υποχρεώσεις ποσό ίσο με το σύνολο των χρημάτων που θα λάβει από την ΕΕ μέσα σε μια εξαετία. Αυτά τα βάρη ενδέχεται να φέρουν την Ελλάδα ξανά αντιμέτωπη με ένα χρεοστάσιο. Και αυτό δεν είναι κινδυνολογία.
Το 2022 και το 2032 οι σημερινοί επικεφαλής της τρόικας θα μας έχουν χαιρετίσει προ πολλού. Αλλά όχι και οι έλληνες πολιτικοί και τεχνοκράτες που θα βάλουν τις υπογραφές τους στη διευθέτηση του χρέους. Αυτοί θα πρέπει να μετρήσουν τις αποφάσεις τους. Οχι για να προφυλάξουν την υστεροφημία τους, αλλά για να προστατέψουν το δημόσιο συμφέρον.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ