Ολο και περισσότερο, μιλώντας για τη Μεταπολίτευση, μιλάμε για το παρελθόν μας. Το τέλος της Μεταπολίτευσης εξαγγέλθηκε πολλές φορές, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σήμερα, όμως, συγκεντρώνεται μια συναίνεση γύρω από το πρόσφατο παρελθόν: η Μεταπολίτευση φαίνεται πως τέλειωσε μεταξύ 2009 και 2012. Αρα, εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια ζούμε σε μιαν ανώνυμη εποχή. Ομως, και στην πραγματικότητα, επειδή είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε την εποχή μας, είναι δύσκολο να μιλήσουμε για τη Μεταπολίτευση σαν έναν συντελεσμένο πολιτικό κύκλο. Σε μέλλοντα χρόνο, ίσως –σύντομα –διαπιστώσουμε ότι ζούσαμε ακόμα στη Μεταπολίτευση: η αδυναμία μας να προβλέψουμε μια επικείμενη ιστορική ασυνέχεια δοκιμάζει αγρίως τα ερμηνευτικά μας σχήματα για την Ιστορία.
Μια επικίνδυνη ανατροπή


Βέβαια, η αξία του ερωτήματος για το τέλος της Μεταπολίτευσης έγκειται κυρίως στις σκέψεις –και τα αισθήματα –που το υπαγορεύουν, και στις συνακόλουθες στάσεις και συμπεριφορές. Ετσι, πριν από την ερμηνεία, μπορεί με σχετική ασφάλεια να διαπιστωθεί ότι ψυχικά βρισκόμαστε εκτός Μεταπολίτευσης, βρισκόμαστε πλέον αλλού, αν και όχι σε απόσταση ικανή για να κοιτάξουμε πίσω μας με καθαρή ματιά, δηλαδή τακτοποιώντας το παρελθόν. Το ερώτημα αγγίζει, λοιπόν, τη συλλογική μας αυτοαντίληψη. Και οι απαντήσεις του έχουν μιαν όψη αυτο-επιτελεστική: διαμορφώνουν τη δυναμική των ιδεών και των συμπεριφορών μας στο ερώτημα «Πού βαδίζουμε και πώς». Από την άποψη αυτή, η θυμική απαξίωση της μεταπολιτευτικής περιόδου θα αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Στην ακραία της εκδοχή συνιστά έναν απολύτως επαρκή, αλλά καθόλου αναγκαίο, όρο θανάτου της Μεταπολίτευσης: η οξεία κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, την οποία διερχόμαστε, να μετατραπεί σε θεσμική κρίση με μοχλό την παγίωση του αντικοινοβουλευτισμού, στις ποικίλες εκδοχές με τις οποίες σήμερα εμφανίζεται και εγκαθίσταται στον δημόσιο χώρο. Αυτό θα ισοδυναμεί και με μια βίαιη αναθεώρηση της συλλογικής μνήμης: η Μεταπολίτευση ταυτίζεται με την εμπέδωση της δημοκρατίας, τόσο ώστε η αναθεώρηση της μνήμης να ισοδυναμεί με δραματική αξιακή ανατροπή.
Στις παρούσες συνθήκες η αποτίμηση της Μεταπολίτευσης αρχίζει από τα στοιχειώδη: η ιδρυτική πράξη της Μεταπολίτευσης, η αποκατάσταση της δημοκρατίας, υπήρξε λειτουργική, και καθόλου ψευδεπίγραφη, στο βάθος των δεκαετιών της μεταπολιτευτικής περιόδου. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία μας η πολιτική ζωή αποτέλεσε το ομαλό και διαρκές πεδίο μαζικής συνάντησης και δράσης, σε μέτρο που να μπορεί να χαρακτηριστεί «εθνικό». Πεδίο αντιπαράθεσης και διαπάλης με αμοιβαία αναγνώριση, που έδωσε έδαφος σε μια γενική στοχοθεσία με έμπρακτη ευρεία συναίνεση, και σε μια, έστω τεθλασμένη, κοινή πορεία. Η πορεία προς την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση υπήρξε διαρκής πράξη της Μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα άλλαξε μέσα σε μιαν Ευρώπη που σχηματιζόταν και άλλαζε. Η ζωή των πολλών καλυτέρεψε καθώς εντασσόταν σε μια υπερεθνική συλλογικότητα. Μέρος της οξύτητας της σημερινής κρίσης όντως οφείλεται σε υστερήσεις αυτής της πορείας. Αλλά χωρίς την ίδια την πορεία, η σημερινή συζήτηση για την κρίση θα φάνταζε πολυτέλεια.
Οι όροι της αποτίμησης


Η νηφάλια αποτίμηση της Μεταπολίτευσης δεν μπορεί παρά να είναι μεικτή. Και η αποτίμηση σε λίγες αράδες αδικεί, ασφαλώς, τη συζήτηση. Ωστόσο, μπορούμε πλέον να κωδικοποιούμε δεδομένα της κληρονομιάς της Μεταπολίτευσης που συνέβαλαν στην εκδήλωση της κρίσης με την οξύτητα με την οποία εκδηλώθηκε στη χώρα μας: προγραμματικός κρατισμός (ήδη από την αφετηρία της περιόδου), δυσλειτουργική υπερτροφία του δημόσιου τομέα, εκτεταμένη αυτοαπασχόληση, εμμονή στη μικρή επιχειρηματικότητα, λυμφατική και φθίνουσα βιομηχανική δομή, έμφαση στις μη παραγωγικές υπηρεσίες και την πρόσοδο, αποστροφή από την καινοτομία και το ρίσκο, καταφυγή στην κομματική διαμεσολάβηση σε όλο το φάσμα του δημόσιου βίου, μέχρι το βάθος της ιδιωτικής περιοχής. Ακριβώς, η σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού παρέμεινε προβληματική: σε μια όχι ιδιαίτερα ταξική κοινωνία, όπως η ελληνική, ο κατακερματισμός προκλήθηκε, ή βάθυνε, από τις επί μέρους σχέσεις με την εξουσία και οδήγησε στην ελλειμματική αντίληψη του δημόσιου αγαθού –λείας προς ιδιοποίηση –και τη συνακόλουθη απαξίωση του δημόσιου χώρου, έμπρακτη και ρητορική. Οι σημερινές μας στάσεις, υπό πίεση, έλκουν φανερά την καταγωγή τους από το περιβάλλον αυτό και αντανακλώνται στην παροξυμμένη παθογένεια της δημόσιας σφαίρας.
Κρίση ταυτότητας


Είμαστε σήμερα αντιμέτωποι με μια κρίση ταυτότητας. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η αναδίπλωση σε έναν αρχαϊκό εθνικισμό είναι μια λύση διαφυγής από την πραγματικότητα. Αλλά είναι αλήθεια ότι, από μια συνδρομή εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, γίνεται αισθητή η αποτυχία της ηγέτιδας πολιτικής τάξης της Μεταπολίτευσης να εσωτερικεύσει λειτουργικά την ευρωπαϊκή προοπτική, που ασφαλώς σημαίνει και μεταβίβαση «εθνικής κυριαρχίας», και να αξιοποιήσει μακροπρόθεσμα για τον μετασχηματισμό της οικονομίας τις όποιες τάσεις εκδήλωσαν τα κάποτε «δυναμικά» μεσοστρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Η μερική αποτυχία της εσωτερίκευσης των οδηγητικών γραμμών της Ευρώπης κατέληξε, συγκυριακά, στη βίαιη εξωτερίκευσή τους, με τη μορφή που λάμβαναν πλέον, στη διάρκεια της κρίσης. Αυτή η εξωτερίκευση αντανακλάστηκε στο υπολειμματικό εθνικό μας στερεότυπο και το «τρέλανε». Ο ελληνικός ιδεολογικός εθνικισμός κατέστη ανεξέλεγκτος. Ταυτόχρονα γνωρίζουμε, ή τουλάχιστον νιώθουμε, ότι έξω από την Ευρώπη δεν έχουμε κανένα μέλλον. Το μέλλον μας είναι ευρωπαϊκό. Και είναι απροσδιόριστο.
Δεν πρέπει να ενδώσουμε στον πειρασμό να διαβάσουμε τη Μεταπολίτευση ως μια ιστορική περίοδο που οδηγεί νομοτελειακά σε μια καταστροφή: το λάθος θα ήταν τουλάχιστον διπλό.

Πρώτον, να απλουστεύσουμε την εξέλιξη μιας συνθετότατης συγκυρίας σε μια λίγο-πολύ σχηματική νομοτέλεια, δηλαδή να τη βάλουμε στον προκρούστη ενός ερμηνευτικού σχήματος που παρενδύει αστόχαστους ιδεολογικούς προσδιορισμούς.


Δεύτερον
, θα συσκότιζε την ανοιχτότητα του μέλλοντος και τη δυναμικότητα των διακυβευμάτων. Καλύτερα να αντισταθούμε στον πειρασμό να δούμε το απόλυτο σήμερα σαν την κατάληξη (πολύ περισσότερο τη νομοτελειακή κατάληξη) μιας πορείας δεκαετιών. Η Μεταπολίτευση δεν ήταν μια πορεία προς την καταστροφή. Και οι αποτιμήσεις μας είναι πάντα ενδιάμεσες. Είναι, επίσης, προφανές ότι η καταστροφολογική προσέγγιση ρίχνει νερό στον μύλο της απαξίωσης της δημοκρατίας.
Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι πρέπει «να βρούμε πάτο» για να ξανανέβουμε. Αν βρούμε πάτο, θα κολλήσουμε εκεί. Και τότε, οι μεγάλες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης θα έχουν ακυρωθεί. Μαζί θα έχουμε ακυρώσει τον συλλογικό μας εαυτό. Πρέπει να τον αλλάξουμε; Πρέπει. Αλλά, για να το κάνουμε, πρέπει να καθαρίσει λίγο το μάτι μας.
Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ