Η πτώση της δικτατορίας το 1974 οδήγησε στη μεγάλη επανίδρυση της ελληνικής πολιτείας. Η δε μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία ήταν «βελούδινη», ένα πραγματικό «πολιτικό αριστοτέχνημα» (Βούλγαρης, 2008), κάτι που συχνά υποτιμάται. Μα έγινε από τα πάνω, αντιτείνουν πολλοί. Σωστά. Δεν επιλέγει όμως κανείς τους δρόμους της Ιστορίας, έστω και αν η εκ των άνω μετάβαση είχε συνέπειες. Οχι, όμως, μόνον αρνητικές. Σύμφωνα με συγκριτικά δεδομένα, «οι μεταβάσεις που πιο συχνά οδηγούν στην εγκαθίδρυση [σταθερής] πολιτικής δημοκρατίας είναι οι διευθυνόμενες από τα πάνω» (Τ. L. Karl, 1996). Στην Ελλάδα είχαμε θέσμιση μιας σταθερής δημοκρατίας, της καλύτερης δημοκρατίας που έζησε ποτέ η χώρα.
Αλλαγή από τα πάνω συνεπώς, αλλά όχι μόνον. Ας μην ξεχνάμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η μετάβαση στη δημοκρατία ήταν μια top-down διαδικασία που ξετυλίχθηκε πάνω στον καμβά της νέας αντιδικτατορικής συνείδησης και του ασφυκτικού (για τους χουντικούς) στρατηγικού πεδίου που είχε δημιουργήσει το Πολυτεχνείο. Οχι τυχαία, μετά την καθεστωτική αλλαγή, η έκρηξη συμμετοχής στα κόμματα, η δημιουργία κάθε είδους συλλόγων και ενώσεων, η εκδοτική πλημμυρίδα του 1974-76, η άνθηση θεατρικών ομίλων, το εργοστασιακό κίνημα λίγο αργότερα, το πάρτι της Αριστεράς στα πανεπιστήμια, όλα τα προηγούμενα, έδειξαν ότι η μεταπολίτευση είχε δύο πυλώνες: έναν κυρίαρχο «από τα πάνω», έναν «λαϊκό», από τα κάτω. Η μεταπολίτευση ήταν και τα δύο –έγινε και τα δύο.
Αλλαγή χωρίς πρόγραμμα


H υπόθεση της μεταπολίτευσης μετατράπηκε γρήγορα σε υπόθεση των προοδευτικών δυνάμεων, και ιδιαίτερα του ΠαΣοΚ. Τι ήθελε το επιβλητικό εκλογικό κύμα του 1981; Δεν γνωρίζουμε ακριβώς. Γνωρίζουμε όμως ότι ήθελε περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ισχυρή κρατική παρέμβαση στην οικονομία, αποκατάσταση των ηττημένων του εμφυλίου, αναίρεση των συνεπειών του εγκλήματος της Κύπρου, πιο ανεξάρτητη Ελλάδα, υπέρβαση των προδικτατορικών συντηρητικών πολιτισμικών προτύπων. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ένα σημαντικό αλλά μειοψηφικό τμήμα του ήταν φιλικό προς την ιδέα του σοσιαλισμού. Το αξιακό κέντρο βάρους της πρώιμης μεταπολίτευσης δεν ήταν εν τούτοις επαναστατικό (ούτε θα μπορούσε, λόγω της αλλαγής «από τα πάνω»), δεν ήταν όμως και μετριοπαθές –κεντροαριστερό (όπως ήταν στην Ισπανία της ίδιας περιόδου). Οι αξίες της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος ήταν κοντά σε αυτό που θα ονομάζαμε «αριστερή σοσιαλδημοκρατία». Το 1981 ήταν μια σοσιαλδημοκρατική στιγμή, με τη μακρο-ιστορική έννοια του όρου.
Αυτό περίπου ήταν το αξιακό πλαίσιο. Ωστόσο, ένα αξιακό πλαίσιο περιλαμβάνει οδηγητικές ιδέες, προσανατολισμούς, μια ατμόσφαιρα πολιτικών στόχων. Περιλαμβάνει αυτό που ο H. Kitschelft ονομάζει «μη δομημένη προγραμματική πολιτική». Η μεταπολίτευση δεν είχε πρόγραμμα ούτε μπορούσε να έχει. Η μετάβαση από την προγραμματικά μη δομημένη πολιτική στην προγραμματικά δομημένη είναι υπόθεση των κομμάτων. Στην πραγματικότητα, το αρχικό αξιακό πλαίσιο της μεταπολίτευσης καθιστούσε δυνατές διαφορετικές ιστορικές διαδρομές (ο λαϊκισμός ήταν μία από αυτές). Τα κόμματα όμως θα επέλεγαν την τελική διαδρομή. Αν, λοιπόν, το αρχικό αξιακό πλαίσιο εμπεριείχε πολλές ιστορικές δυνατότητες, δεν εμπεριείχε «ειδικές» απόψεις για τη φορολογική διοίκηση, ούτε για τη διαμόρφωση πράσινων και μπλε πελατειακών δικτύων, ούτε για τη σύσταση κρατικοδίαιτων επιχειρηματικών συμπλεγμάτων, ούτε για μισθούς 3.500 ευρώ σε δήθεν στελέχη του Δημοσίου, ούτε για επιδόματα πείνας στους ανέργους. Οι άνθρωποι που συναντήθηκαν στο μεγάλο εκλογικό κύμα που έφερε το ΠαΣοΚ στην εξουσία είχαν ως στόχο την απασχόλησή τους στο Δημόσιο, σκόπευαν να μην πληρώνουν φόρους, να κτίζουν αυθαίρετα, να καταχρώνται αγροτικές επιδοτήσεις, να παίρνουν εφάπαξ χωρίς ανταποδοτικές εισφορές; Κάποιοι ναι, αναμφίβολα. Δεν προκύπτει όμως από πουθενά κάτι τέτοιο για την πλειοψηφία.
Το ΠαΣοΚ και η εξουσία


Ολα αυτά, εν τούτοις, συνέβησαν. Εδώ εντοπίζεται η μεγάλη ευθύνη των κομμάτων. Οπως συνέβησαν και κάποια θετικά που δεν θα ήταν ορθό να υποτιμηθούν μέσα στη μαυρίλα του παρόντος: α) η υλοποίηση κοινωνικών πολιτικών περισσότερο προχωρημένων σε σχέση με το παρελθόν, β) η προώθηση μέτρων δημοκρατικού εκσυγχρονισμού, γ) η προώθηση μέτρων πολιτισμικού φιλελευθερισμού (από τον πολιτικό γάμο μέχρι το σύμφωνο συμβίωσης). Ομως τα αρνητικά κυριάρχησαν. Η ανοχή στη φοροδιαφυγή, η διαπλοκή με επιχειρηματικά συμφέροντα, η απουσία φροντίδας για τα συμφέροντα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (με την εξαίρεση των ετών 1981-83), η έλλειψη σοβαρής στήριξης του εξωστρεφούς τμήματος του ιδιωτικού τομέα, η προκλητική διαφθορά, η απαξίωση της εργασιακής ηθικής, η επιβράβευση του κατακερματισμού των προνοιακών μηχανισμών (separatism), όπως, γενικότερα, η συγκρότηση ενός εξόχως αναποτελεσματικού κράτους, όλα αυτά ήταν μάλλον σκανδαλώδη για αριστερό κόμμα. Με την εξαίρεση μειοψηφιών, η σύνολη παράταξη του ΠαΣοΚ (κυβερνητικές ελίτ, προσκείμενες ομάδες συμφέροντος, κομματική οργάνωση) στήριξε, υλοποίησε ή ανέχθηκε τις ως άνω πρακτικές. Επίσης, με την εξαίρεση μειοψηφιών, η σύνολη παράταξη του ΠαΣοΚ λειτούργησε ως πρωτοπορία στη διάλυση του αξιακού ιστού, στην κατακρήμνιση της ήδη ασθενικής κοινωνικής εμπιστοσύνης και στην παραγωγή μαύρου κοινωνικού κεφαλαίου. Το ΠαΣοΚ έβαλε τη χώρα σε μια «κοινωνική παγίδα», από την οποία θα είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει. Εστω και αν έρθουν 10 τρόικες, έστω και αν εκλεγεί 10 φορές ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ, η οποία μετά το 1981 το μιμήθηκε, το αντέγραψε και το ξεπέρασε (εγκαταλείποντας την παράδοση εγκρατούς δημοσιονομικής διαχείρισης της καραμανλικής περιόδου), συνέβαλε και αυτή σημαντικά στο να φτιαχτεί μια μοντέρνα χώρα bonne pour l’Orient.
Η χαμένη ευκαιρία του 1981


Το 1981 είναι, συνεπώς, η κομβική στιγμή της μεταπολίτευσης. Είναι η κρίσιμη στιγμή, κρίσιμη με την έννοια του ιστορικού θεσμισμού. Ας μην πει κάποιος ότι οι παλαιές δομές και νοοτροπίες ήταν μοιραίο –στο τέλος –να επικρατήσουν. Διότι τα ιστορικά σταυροδρόμια έχουν ακριβώς αυτή την ιδιότητα: διακόπτουν τις παλαιές συνέχειες, ανατρέπουν ανθεκτικές δομές και νοοτροπίες, λειτουργούν σαν γιγάντιοι επιταχυντές και μετασχηματιστές. Αν το 1981 ήταν μια συναρπαστική στιγμή, ήταν, ανάμεσα σε άλλους λόγους, γιατί εμπεριείχε τη δυνατότητα καθιέρωσης ενός άλλου παραδείγματος. To 1996, επί Σημίτη, υπήρχε μόνον η δυνατότητα διορθώσεων εντός του παραδείγματος. Το 1981, όμως, ήταν η μεγάλη ευκαιρία. Αυτή η ευκαιρία σπαταλήθηκε από το ΠαΣοΚ.
Η υπόθεσή μας είναι ότι δεν είναι εν γένει, όπως υποστηρίζει η επικρατούσα άποψη, οι αξίες και οι νοοτροπίες της μεταπολίτευσης που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Είναι, αντιθέτως, η ήττα, αν όχι η προδοσία, κεντρικών μεταπολιτευτικών αξιών που οδήγησε στην άβυσσο.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ