Οι ελληνικές δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας δεν είναι δημόσιες. Αντί να στοχεύουν στην εξυπηρέτηση του καταναλωτή και στην ανάπτυξη της χώρας, στην πραγματικότητα είναι μονοπώλια τα οποία λειτουργούν προς όφελος του νοσηρού συνασπισμού συμφερόντων εκείνων που –εδώ και πολλές δεκαετίες, ακόμη και πριν από τη μετατροπή τους σε ΑΕ –είναι οι άτυποι, μεν, πραγματικοί δε ιδιοκτήτες τους, δηλαδή των κομματικο-συνδικαλιστικών συντεχνιών, των διαφόρων ομάδων εργοληπτών και προμηθευτών και του πολιτευτικού-πολιτικού παρακράτους.
Οι πολίτες, εκτός από τις κακής ποιότητας υπηρεσίες που λαμβάνουν, επιβαρύνονται επίσης ως φορολογούμενοι και με το αφανές εκ πρώτης όψεως άχθος των ελλειμμάτων που καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός. Με τη μορφή, συνεπώς, που έχουν σήμερα οι επιχειρήσεις κοινωνικής ωφελείας στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατόν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη. Είναι απολύτως απαραίτητος ο εκσυγχρονισμός τους μέσα από τη ριζική αναδιάρθρωσή τους. Αυτό συνεπάγεται εκτεταμένης κλίμακας μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών και τη δυνατότητα επιλογής προμηθευτή για τους καταναλωτές κεντρικό χαρακτηριστικό τους. Πράγμα που, με τη σειρά του, προϋποθέτει διαδικασίες αποκρατικοποίησης, ιδιωτικοποίησης και δημιουργίας ανάλογου ρυθμιστικού περιβάλλοντος.
Δυστυχώς όμως δεν απολήγει κάθε διαδικασία αποκρατικοποίησης εγγυημένα στην επιτυχία. Στη διεθνή εμπειρία, απέναντι στις λίγες επιτυχημένες απόπειρες απελευθέρωσης της αγοράς, υπάρχουν και πολλά παραδείγματα αποτυχιών, ενίοτε μάλιστα καταστρεπτικών. Πιο γνωστή περίπτωση είναι εκείνη της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού στην Καλιφόρνια.
Εξίσου ανεπιτυχής θεωρείται η απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία υπήρξε στρατηγική επιλογή τόσο του θατσερισμού όσο και των «Νέων Εργατικών», που όμως έχει φέρει σήμερα τη χώρα μπροστά στο φάσμα της ενεργειακής ένδειας για τις επόμενες δεκαετίες.
Αλλά ούτε και στην ΕΕ τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας εκείνες οι χώρες-μέλη που είχαν την υψηλότερη τιμή φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος για τον τελικό καταναλωτή (οικιακό ή βιομηχανικό) ήταν εκείνες ακριβώς που στην προηγούμενη περίοδο είχαν εφαρμόσει πιο πειθήνια τα κελεύσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για απελευθέρωση των αγορών.
Η εμπειρία της αποτυχίας


Ποιος είναι ο λόγος της αποτυχίας; Είναι ότι ενδεχομένως λόγω της επιρροής που άσκησαν κατεστημένα συμφέροντα αλλά –με κάθε βεβαιότητα –και λόγω των ιδεολογικών αγκυλώσεων και του φανατισμού των αποκαλούμενων «φιλελευθέρων» επρόκειτο για νόθες και ψευδώνυμες απελευθερώσεις της αγοράς. Και τούτο διότι δεν κατόρθωσαν –ή δεν προσπάθησαν καν –να καταργήσουν τα μονοπωλιακά χαρακτηριστικά τους, τα οποία δεν ακυρώνονται απλά με τη μεταφορά μέρους ή όλου του δυναμικού τους από τον κρατικό στον ιδιωτικό τομέα.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, οι οποίες παλαιότερα ήταν γνωστές στην οικονομική θεωρία και ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις «φυσικών μονοπωλίων», συντίθενται από δύο μέρη:
–Τις παραγωγικές μονάδες και το δίκτυο.
Το καθοριστικό για τον μονοπωλιακό τους χαρακτήρα στοιχείο είναι το δίκτυο, το οποίο επιτρέπει σε εκείνον που το ελέγχει να κατέχει δεσπόζουσα θέση τόσο ως προς την παραγωγή όσο και ως προς τη μεταφορά, τη διανομή και την κατανάλωση. Αν κάποιος αναζητήσει το κοινό χαρακτηριστικό και την πραγματική αιτία σε όλες τις περιπτώσεις αποτυχημένης ιδιωτικοποίησης, αυτή βρίσκεται στο ότι, εκτός από τις παραγωγικές μονάδες, ιδιωτικοποιήθηκε και το δίκτυο. Κάτι που είχε δύο ειδών δυσμενή αποτελέσματα: είτε ότι οι επιχειρήσεις το χρησιμοποίησαν για να αποκτήσουν μέρος της μονοπωλιακής προσόδου (όπως στην Ευρώπη και στην Καλιφόρνια), οδηγώντας όμως ενίοτε ως και στη φυσική κατάρρευση του συστήματος, είτε ότι δεν ενδιαφέρθηκαν να προχωρήσουν στις απαραίτητες για το μέλλον επενδύσεις (Μεγάλη Βρετανία).
Αντίθετα, πετυχημένες ιδιωτικοποιήσεις είναι εκείνες όπου τα δίκτυα παρέμειναν υπό κοινωνικό έλεγχο, ενώ στους ιδιώτες δόθηκαν οι παραγωγικές μονάδες, με πλήρη απελευθέρωση της αγοράς, κατά τρόπο ώστε οι παραγωγοί να υποχρεούνται εξ αντικειμένου να ανταγωνιστούν σκληρά προκειμένου να κερδίσουν τον καταναλωτή.
Ποια είναι σήμερα η κατάσταση στην Ελλάδα; Δυστυχώς, είναι η χειρότερη δυνατή. Στον εφιαλτικό κυκεώνα ρυθμίσεων και διευθετήσεων που υφίσταται για κάθε –απελευθερωμένο (!) –κλάδο, ως προϊόν συγκερασμού των υποτιθέμενων απελευθερωτικών πιέσεων της ΕΕ, από τη μία, και της πατροπαράδοτης υπεράσπισης των «στρατηγικών κλάδων» και των «δημοσίων αγαθών» από τους διάφορους κοινωνικούς εταίρους, από την άλλη, έρχεται να προστεθεί η «νέα μεταρρυθμιστική πνοή» που επιβάλλει η τρόικα. Η οποία τρόικα, πειθαναγκάζει για αποκρατικοποιήσεις που ξεκινούν (και ίσως θα τελειώσουν) στην εκποίηση των δικτύων. Τα κριτήρια είναι καθαρά εισπρακτικά. Διότι τα δίκτυα είναι τα μόνα στοιχεία του ενεργητικού των οργανισμών κοινής ωφελείας που πραγματικά λειτουργούν και που ως εκ τούτου υπάρχει δυνατότητα να πωληθούν. Πολλώ δε μάλλον όταν οι υποψήφιοι αγοραστές αντιλαμβάνονται ότι η εκ μέρους τους απόκτηση των δικτύων, πέραν των εμφανών προσδοκώμενων αποδόσεων, θα τους επιτρέψει να προσπορισθούν και σημαντικές, αφανείς, μονοπωλιακές προσόδους.
Ισως όμως να μην μπορούσε να είναι και διαφορετικά. Ο συλλογικός προβληματισμός ως κοινωνίας και ο όποιος δημόσιος διάλογος για τα σχετικά θέματα βρίσκονται «πολύ πίσω». Οι κοινωνικοί εταίροι προσπαθούν να περισώσουν τα κεκτημένα τους βαφτίζοντάς τα «δημόσια αγαθά», ενώ το πολιτευτικό-πολιτικό σύστημα, χωρίς να έχει το παραμικρό όραμα και πρόταγμα ανάπτυξης, πειθαναγκαζόμενο από τους δανειστές να προχωρήσει στην «απελευθέρωση», απλά προσπαθεί να τη νοθεύσει όσο περισσότερο γίνεται με σκοπό να περισώσει όποια προνόμια πελατειακών σχέσεων πιστεύει ακόμη ότι μπορούν να περισωθούν. Κατόπιν όλων αυτών, ας μην αναρωτιόμαστε σε λίγα χρόνια τι έφταιξε.

Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ