Μετά τις διπλές εκλογές του 2012 άνοιξε η συζήτηση για τη συγκρότηση του τρίτου πόλου του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η οποία λανθασμένα εξελίχθηκε σε μια παραφιλολογία σχετικά με την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς. Ο διαμελισμός του ΠΑΣΟΚ σε προσωποπαγή κομματίδια (Λοβέρδου, Κατσέλη, Μόσιαλου), η παραμονή του Βενιζέλου στην ηγεσία του, καθώς και η απορρόφηση στελεχών του από τον ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα να παλεύει για την επιβίωση του. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα της Ελιάς, στα κλαδιά της οποίας κρεμάστηκαν οι 58, αφού η μοναδική συνεισφορά της στην κεντροαριστερά ήταν η εκλογή της Καϊλή και του γραμματέα του ΠΑΣΟΚ στην Ευρωβουλή!

Παράλληλα, η ΔΗΜΑΡ ακολούθησε έναν μοναχικό δρόμο αναζητώντας «προοδευτικό πρόσημο» (κατά τα λεγόμενα του αρχηγού της) στο βιβλίο τις Κοππά, με την γνωστή εκλογική επιτυχία. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έδειξαν ότι η ΔΗΜΑΡ δεν έχει τις αντοχές του ΠΑΣΟΚ και ότι μια διχοτόμηση της (στην καλύτερη των περιπτώσεων) είναι πλέον πολύ πιθανή. Οι μετεκλογικές παλινωδίες της ηγεσίας της ΔΗΜΑΡ, όπου ο αρχηγός της υποβάλλει την παραίτησή του για να παραμείνει στη θέση του, ξύπνησαν μνήμες από τη δράση της ΔΗΜΑΡ στη τρικομματική κυβέρνηση – δηλαδή τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση χωρίς να κυβερνά.

Μέσα σε αυτό το σουρεάλ σκηνικό, και με το φόβο ότι σε περίπτωση εθνικών εκλογών Ελιά και ΔΗΜΑΡ θα συνθλίβουν ανάμεσα στις συμπληγάδες ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, άνοιξε μία συζήτηση για ένα ενωτικό σχήμα που θα συμπεριελάμβανε και το νεοεμφανιζόμενο Ποτάμι (και γιατί όχι και το Σήφη τον κροκόδειλο!). Σε απλά μαθηματικά, η κεντροαριστερά έγινε μια υπόθεση ευθέως αθροίσματος των ποσοστών της Ελιάς, της ΔΗΜΑΡ και του Ποταμιού (8,02% + 1,2% + 6,6% = 15.82%). Εξηγούμαι λοιπόν γιατί αυτός ο συλλογισμός είναι έωλος.

Η προσέγγιση του ευθέως αθροίσματος εκλογικών ποσοστών κομμάτων είναι κατά βάση μια χονδροειδής προσέγγιση, η οποία πολλές φορές καταρρίπτεται από τα γεγονότα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η δυναμική του συνισταμένου σχήματος αυξάνει την εκλογική του επιρροή, ενώ σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να αποξενώσει το εκλογικό σώμα. Σε αυτή τη βάση, ένα ετερόκλητο σχήμα με Ελιά, ΔΗΜΑΡ και Ποτάμι, όπου οι εγγενείς διαφορές τους είναι περισσότερες από αυτές τριών συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι καταδικασμένο να αποτύχει.

Ένα ακόμη στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας για τη δημιουργία της «προοδευτικής παράταξης», είναι ότι οριοθετώντας το χώρο με τον όρο κεντροαριστερά, παίρνουμε ως δεδομένο ότι οι προοδευτικές πολιτικές μονοπωλούνται από έναν συγκεκριμένο χώρο του πολιτικού φάσματος. Εξάλλου, όπως καταδεικνύεται από το δημόσιο διάλογο, τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά υιοθετούν παρωχημένες και άρα συντηρητικές πολιτικές ως λύσεις για τα προβλήματα που ταλανίζουν την πατρίδα μας.

Ένα τελευταίο κομμάτι του παζλ της κεντροαριστεράς αποτελεί η εκλογική πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. Η κεντροαριστερά μέσω του ΠΑΣΟΚ επικρατούσε σε βάρος της αριστεράς, ενώ μετά την έλευση της δανειακής σύμβασης του 2010 οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Συνεπώς, μια προοδευτική παράταξη θα πρέπει να κινηθεί προς το κέντρο και να αγκαλιάσει και τμήμα του φιλελεύθερου χώρου εάν θέλει να επιβιώσει. Αξίζει να διδαχθούμε από την νεότερη ιστορία μας και να πάμε πίσω στη δεκαετία του 60, όπου θα διαπιστώσουμε ότι οι προοδευτικοί πολίτες μετά από την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ (ο κύριος εκφραστής της αριστεράς εκείνη την εποχή), και μπροστά στο δίλημμα αριστερά-δεξιά, έδωσαν με την ψήφο τους τη διακυβέρνηση της χώρας στην Ένωση Κέντρου με ένα ποσοστό της τάξης του 52%.

Το Ποτάμι δεν αποτελεί το φυσικό ενδιαίτημα για να κρυφτούν οι πράσινοι και γερασμένοι κροκόδειλοι της κεντροαριστεράς, ώστε με την πρώτη ευκαιρία να αναδυθούν και να συνεχίσουν τις πάγιες πολιτικές τους πρακτικές.