Η Μεταπολίτευση ταυτίζεται με την κρίση της Κύπρου του 1974, το πραξικόπημα της δικτατορίας Ιωαννίδη κατά του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Δεν πρόκειται όμως για μεμονωμένα γεγονότα αλλά για μια διαδικασία σύγκρουσης της Ελλάδας με την Τουρκία η οποία επωάστηκε κατά την τελευταία φάση της δικτατορίας αλλά είναι συνυφασμένη με τη Δημοκρατία της Μεταπολίτευσης.
Η δικτατορία Ιωαννίδη δε σήμανε μόνο την κρίση της Κύπρου αλλά τη διεύρυνση του πεδίου των ελληνοτουρκικών διαφορών. Στη ρίζα της βρίσκεται η κρίση του πετρελαίου του 1973 και η διαμόρφωση του νέου Δικαίου της Θάλασσας που ρύθμιζε την εκμετάλλευση του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου πλούτου. Η κρίση ώθησε την Τουρκία στην επιδίωξη εκμετάλλευσης των εικαζομένων κοιτασμάτων πετρελαίου του Αιγαίου. Η Αγκυρα απέβλεπε στη διανομή εξ ημισείας της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, δηλαδή της υποθαλάσσιας περιοχής πέραν των χωρικών υδάτων. Αρνείτο ότι τα νησιά είχαν δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα καθώς αυτό θα σήμαινε περιορισμό της εκμεταλλεύσιμης περιοχής, ενώ δεν αποδεχόταν και τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων σε δώδεκα μίλια, κάτι που από την οπτική της Αγκυρας θα σήμαινε πρακτικά τον αποκλεισμό της από το Αιγαίο. Ισχυριζόταν ότι επρόκειτο για περίκλειστη θάλασσα στην οποία επικρατούσαν ειδικές συνθήκες. Συνεπώς ήταν επιβεβλημένη μια ειδική ρύθμιση με βάση την αρχή της «ευθυδικίας» και όχι το διαμορφούμενο δίκαιο.
Η Ελλάδα, αντίθετα, ισχυριζόταν ότι με βάση ακριβώς αυτό το διαμορφούμενο δίκαιο είχε τη διακριτική ευχέρεια να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 μίλια και να εκμεταλλευθεί πέραν αυτής και την υφαλοκρηπίδα. Η διαμάχη θα οξυνόταν όταν θα ανακαλύπτονταν τα κοιτάσματα της Θάσου τον Φεβρουάριο του 1974. Η ανακάλυψη αυτή είχε αρνητικές συνέπειες για την εξέλιξη της διαφοράς καθώς η Αγκυρα θεώρησε ότι τα ζητήματα αυτά ήταν επείγοντα, ενώ αντίστοιχα η δικτατορία Ιωαννίδη απέκτησε αυτοπεποίθηση δυσανάλογη με την πραγματική αξία των κοιτασμάτων και κινήθηκε εφεξής έναντι της Τουρκίας βασιζόμενη σε μια ψευδαίσθηση υπεροχής.
Η ίδια ψευδαίσθηση υπεροχής χαρακτήριζε την πολιτική του Ιωαννίδη και στο Κυπριακό. Ο Ιωαννίδης ανήκε σε μια εξτρεμιστική ομάδα αξιωματικών η οποία πίστευε ακράδαντα ότι η Ελλάδα μπορούσε να επιβάλει στην Κύπρο την ένωση με τετελεσμένο γεγονός. Η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί τον Νοέμβριο του 1967 εθεωρείτο από την ομάδα αυτή αποτυχία της δικτατορίας Παπαδοπούλου οφειλόμενη σε έλλειψη σθένους και προσήλωσης στον στρατηγικό στόχο. Η βασική παραδοχή της αντίληψης αυτής ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες οπωσδήποτε θα επενέβαιναν για να αποτρέψουν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο που θα διέλυε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Συνεπώς ο πιο επίμονος και τολμηρός παίκτης θα μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή του.
Αντίστοιχα όμως στην Αγκυρα από τις αρχές του 1974 βρισκόταν στην εξουσία μια κυβέρνηση την οποία οι Αμερικανοί χαρακτήριζαν την «πιο εθνικιστική» μετά από μία δεκαετία. Ηταν ένας ανομοιογενής συνασπισμός του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Ecevit, των ισλαμιστών του Erbacan και εθνικιστών του Turkes. Θεωρούσε, όπως και το στρατιωτικό κατεστημένο, ότι έπρεπε να προβάλει με έμφαση τις αξιώσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και να επαναφέρει στο Κυπριακό το αίτημα της ομοσπονδίας το οποίο κατά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο οδηγούσε στη διχοτόμηση. Ο Ιωαννίδης θα κλιμάκωνε την τρομοκρατική δραστηριότητα της ΕΟΚΑ Β’ εναντίον του Μακαρίου από το Μάρτιο του 1974. Ο τελευταίος, όταν διαπίστωνε ότι του ήταν αδύνατον να καταστείλει τη δράση της ΕΟΚΑ Β’, επεδίωξε να απαλλαγεί από την πίεση της Αθήνας ζητώντας στις 3 Ιουλίου την ανάκληση των 650 ελλήνων αξιωματικών που διοικούσαν την κυπριακή Εθνική Φρουρά. Στην απαίτηση αυτή του Μακαρίου απάντησε ο Ιωαννίδης με πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου. Ο «αόρατος δικτάτορας» ήταν βέβαιος ότι ο αμερικανικός παράγων θα παρενέβαινε για να αποτρέψει την τουρκική εισβολή. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Δεν είναι γνωστό πώς ο Ιωαννίδης σχημάτισε αυτή την πεποίθηση. Γνωρίζουμε ότι βρισκόταν σε επαφή με στελέχη της CIA στην Αθήνα. Το περιεχόμενο των επαφών παραμένει άγνωστο τόσο από την αμερικανική όσο και από την πλευρά Ιωαννίδη, ο οποίος πάντως διαβεβαίωσε την επίσημη ηγεσία του στρατιωτικού καθεστώτος ότι είχε εξασφαλίσει το πράσινο φως της Ουάσιγκτον. Στην πραγματικότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες κινήθηκαν χλιαρά, ο υπουργός Εξωτερικών Henry Kissinger εμφανίστηκε στη σκηνή του Κυπριακού μόνο μετά το πραξικόπημα και δεν διαμόρφωσαν μια συνεπή πολιτική αποτροπής του εικαζόμενου πραξικοπήματος.
Εν πάση περιπτώσει, η αποτυχία της Αθήνας να σταματήσει την τουρκική εισβολή έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία της Μεταπολίτευσης. Η επίσημη στρατιωτική ηγεσία και εν συνεχεία η κυβέρνηση εθνικής ενότητας διαπίστωνε ότι διέθετε περιορισμένες εναέριες δυνατότητες για να παρέμβει στην Κύπρο, ενώ ήταν ανήσυχη από το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου στο Αιγαίο, όπου η Αθήνα ήταν στρατηγικά ευπαθής, ενώ η Αγκυρα διέθετε αξιόλογο αποβατικό στόλο.
Ηταν συνεπώς σε συνθήκες κρίσης, αίσθησης ταπείνωσης και αντιαμερικανισμού, καθώς η Ουάσιγκτον δεν είχε αποτρέψει το πραξικόπημα και την εισβολή, που θα πραγματοποιείτο η Μεταπολίτευση. Ακόμη σημαντικότερο ήταν ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές είχαν διαπεράσει την εξωτερική και εσωτερική πολιτική της Δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης. Ο «από Βορρά κίνδυνος», ταυτισμένος με το μετεμφυλιακό σύστημα εξουσίας και την εθνικοφροσύνη, θα παραμεριζόταν από την «απειλή εξ Ανατολών». Αυτή θα λειτουργούσε μεσοπρόθεσμα υπέρ του φορέα της αλλαγής, του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος υποσχόταν πολιτική ανεξαρτησίας που θα κατοχύρωνε την εθνική ασφάλεια έναντι μιας Τουρκίας ταυτισμένης με τα ατλαντικά συμφέροντα.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ