Η ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών με την ανάδειξη πρυτάνεων στα δύο αρχαιότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας επιτρέπει την κατάθεση των σκέψεων που ακολουθούν. Πολλώ μάλλον αφού ο συντάκτης των γραμμών αυτών, έπειτα από τρεις και πλέον δεκαετίες διακονίας στο «Αθήνησι» Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, δεν διεκδικεί, ούτε προσδοκά, την ανάληψη διοικητικών αξιωμάτων.
Η ανάδειξη των πρυτάνεων έγινε για πρώτη φορά με τη διαδικασία που προβλέπει ο Ν. 4009/2011, όπως τροποποιήθηκε. Με απλά λόγια, ένα νεοπαγές όργανο, το 15μελές (τι συνειρμός!) Συμβούλιο του Ιδρύματος (ΣΙ), προτείνει στο εκλεκτορικό σώμα, που αποτελείται από όλα τα μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ), τρεις από τους υποψηφίους που πληρούν τα τυπικά προσόντα και περιορίζει μεταξύ αυτών και μόνον την εκλογή του πρύτανη.
Ετσι στο Πανεπιστήμιό μας, ενώ υποβλήθηκαν επτά συνολικώς υποψηφιότητες που, σύμφωνα με την τριμελή επιτροπή διεξαγωγής των εκλογών, πληρούσαν τα τυπικά προσόντα, το ΣΙ επέλεξε, κατά τον νόμο, τρεις μόνον ως υποψηφίους για να διεκδικήσουν το ανώτατο πανεπιστημιακό αξίωμα, «ύστερα από εκτίμηση των ουσιαστικών τους προσόντων».
Η διαδικασία αυτή δεν με πείθει. Θα ήθελα, ως εκλέκτορας, να γνωρίζω πώς ακριβώς αξιολογήθηκαν τα ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων από κάθε μέλος του Συμβουλίου, είτε αυτό είναι πανεπιστημιακός συνάδελφος είτε διοικητής τράπεζας είτε απόμαχος ανώτατος δικαστικός είτε διακεκριμένος ακαδημαϊκός σε ΑΕΙ της αλλοδαπής.
Ομολογώ ότι η διαδικασία αυτή μου θυμίζει, ως εκ του γνωστικού μου αντικειμένου, το δικαίωμα των τουρκικών αρχών να διαγράφουν από τη λίστα των υποψηφίων για εκλογή Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αναιτιολογήτως, όποιον θέλουν, ακόμη και όλους!
Δεν αντιλαμβάνομαι, πολύ περισσότερο, για ποιον λόγο το έργο αυτό δεν ανατίθεται απευθείας στους τελικούς εκλέκτορες του πρύτανη αλλά μεταβιβάζεται σε άλλο όργανο, το οποίο «φιλτράρει» τις υποψηφιότητες με άγνωστα και προφανώς υποκειμενικά κριτήρια.
Η γενιά μου πρόλαβε τα, αλήστου μνήμης, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων που ήταν προϋπόθεση καταλήψεως δημόσιας θέσεως, φυσικά και πανεπιστημιακής. Δικαιολογείται, λοιπόν, η όποια καχυποψία, πέραν του ότι η διαδικασία αυτή δεν αποτελεί και δείγμα διαφάνειας, την οποία επαγγέλλεται το νέο σύστημα διοικήσεως των πανεπιστημίων μας, με αυτή την ιδιότυπη συγκατοίκηση…
Η ανησυχία μου επιτείνεται από το γεγονός ότι η ψηφοφορία για την ανάδειξη των πρυτανικών αρχών έγινε ηλεκτρονικά, προφανώς «διά τον φόβον των Ιουδαίων» (sic), των οργανωμένων δηλαδή μειοψηφιών που αρνούνται θεμελιώδεις αξίες του ακαδημαϊκού συστήματος. Για τον ίδιο λόγο παρακολουθήσαμε διαδικτυακά και μια αποστειρωμένη δημόσια ακρόαση των τριών επιλεγμένων υποψηφίων, στην οποία απουσίαζε ακόμη και η δυνατότητα διαλογικής αντιπαραθέσεως.
Αν σε αυτά προστεθεί και η διαπίστωση ότι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν προσήλθε να ψηφίσει, τόσο στην πρώτη όσο και στην επαναληπτική ψηφοφορία, αριθμός εκλεκτόρων που (μαζί με τα λευκά) πλησίαζε το 1/3 του εκλεκτορικού σώματος, προσυπογράφω τον τίτλο του κύριου άρθρου της πρώτης σε κυκλοφορία ημερήσιας εφημερίδας για «ωρολογιακή βόμβα» στα χέρια των νεοεκλεγμένων πρυτάνεων.
Οι νόμοι ασφαλώς ισχύουν και εφαρμόζονται, ως ανθρώπινα δημιουργήματα όμως επιδέχονται τροποποιήσεις και βελτιώσεις…
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ