Η ένδοξη τεσσαρακονταετία

Η Μεταπολίτευση έγινε σαράντα χρόνων, άπλωσε ρίζες και κλαδιά, αντέχει…

Κάποιοι θα κάνουν μνημόσυνα, σαν να επρόκειτο για σαραντάμερα, και δεν θα είναι μόνο οι χρυσαυγίτες που μοιρολογούν για τον χαμένο παράδεισο της χούντας. Θα είναι και οι ανόητοι που θεωρούν πως τα χάσαμε αυτά τα 40 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Θα είναι και οι επιτήδειοι που μονίμως υπόσχονται πολλά και έχουν υποχρέωση να κατακρίνουν ό,τι έχει γίνει –αλλιώς, τι υποσχέσεις να δώσουν; Θα είναι και όσοι δεν ξέρουν και δεν θέλουν να μάθουν πώς ήταν η Ελλάδα πριν από τις 24 Ιουλίου 1974.

Αν δεν καταρριφθεί και άλλο αεροπλάνο από δολοφόνους που παριστάνουν τους πατριώτες ή από επαγγελματίες προβοκάτορες που θέλουν να κάνουν το χάος της Ουκρανίας χαοτικότερο, αν δεν γίνει ακόμη πιο αιματηρή η σύγκρουση Αράβων – Ισραηλινών, θα είναι το θέμα της εβδομάδας που έρχεται τα σαράντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ημερολόγιό μου: εφημερίδες, περιοδικά, σταθμοί, ιστότοποι, όλοι θα έχουν αφιερώματα για τα 40 μεταπολιτευτικά χρόνια. Από τους αρχηγούς και τους επικεφαλής της φυλής θα ακούσουμε μεγαλόπνευστα διαγγέλματα, κάθε πικραμένος θα βρει και αυτός την ευκαιρία να πει το παράπονό του.
Θέλω να τα προλάβω όλα αυτά, να γράψω τι σκέπτομαι για τις τέσσερις δεκαετίες που μας χωρίζουν από την 24η Ιουλίου 1974 πριν επηρεαστώ από αυτά που θα διαβάσω και θα ακούσω –γιατί δεν θα τα γλιτώσω, και ας είμαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Το καταραμένο ιντερνέτ που δεν σε αφήνει να απομακρυνθείς από την Ελλάδα ακόμα και αν είσαι στη Σκωτία με την καλή σου Ισαβέλλα-Ιζαμπώ για να αποτρέψεις την απόσχισή της από το Ηνωμένο Βασίλειο· κάπως σαν Τζέιμς Μποντ σε αντιεθνικιστική αποστολή, με την απαραίτητη όμορφη δίπλα του να τον εμπνέει και να τον βοηθάει.
Θα έπρεπε να έχουμε οργανώσει γιορτές και πανηγύρια –λιτά βέβαια, στο πνεύμα της εποχής. Αλλά αξίζει να χορεύουμε και να τραγουδάμε όλοι μας γιατί πέρασαν σαράντα χρόνια από την πτώση της χούντας στις 24 Ιουλίου 1974 χωρίς πόλεμο, χωρίς πραξικόπημα, χωρίς ακραία πολιτικά φαινόμενα –δεν έχει ξαναγίνει αυτό στην ιστορία της χώρας, ημερολόγιό μου, ποτέ δεν απολαύσαμε για τόσο μεγάλο διάστημα τα αγαθά της ειρήνης και της σταθερότητας.
Εγγραμματοσύνη και εκσυγχρονισμός


Οι νεότεροι, όσοι δεν έχουν ακόμη πενηνταρίσει, δεν το έχουν βιώσει αυτό. Τους φαίνεται αυτονόητη κατάσταση –όπως αυτονόητα φαίνονται σε όσους δεν έχουν ζήσει σε άλλη χώρα μύρια όσα μας ταλαιπωρούν στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο. Για τούτο ακούμε εύκολες κραυγές που θέλουν να ανατρέψουν τα πολύτιμα κεκτημένα και ελάχιστες συζητήσεις για το πώς θα κατακτήσουμε αυτά που δεν αποκτήσαμε ποτέ.
Ας πούμε, είναι σπουδαίο που έχει επεκταθεί τόσο πολύ η εγγραμματοσύνη. Η καθιέρωση της δημοτικής από την κυβέρνηση Καραμανλή το 1978 και στη συνέχεια του μονοτονικού από την κυβέρνηση Παπανδρέου το 1982 ήσαν από τα σημαντικότερα πράγματα που έγιναν, σπουδαιότερα από την κατάργηση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων ή του αδικήματος της μοιχείας. Γιατί τα γράμματα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μην υιοθετεί η κοινωνία αυταρχικές λύσεις απέναντι στα φρονήματα και στην ερωτική ζωή.
Αλλά το ζήτημα της σχέσης μας με τα γράμματα και τους αριθμούς δεν έχει λυθεί: αντιστέκονται στην επίλυσή του όσοι, από τη μία, πιστεύουν ότι οι παραδοσιακές αξίες «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» είναι αρκετές για να ευδοκιμήσουμε ιδιωτικά και συλλογικά και όσοι, από την άλλη, πιστεύουν πως πάνω από τη γνώση είναι το «αγωνιστικό φρόνημα», που κυκλοφορεί με δύο βασικά ονόματα: «πολεμική αρετή των Ελλήνων» και «αντιστασιακό ήθος του Ελληνισμού», διαχρονικά υποτίθεται γνωρίσματα του γένους.
Και έτσι, παρά την πρόοδο, υστερούμε σημαντικά στη σύγχρονη μορφή εγγραμματοσύνης, την ψηφιακή. Αυτή η αγραμματοσύνη φταίει που οι συντάξεις κάνουν τρία χρόνια για να εκδοθούν και η Εφορία δεν μπορεί να συλλάβει τη φοροδιαφυγή. Δεν έχουμε μάθει να επεξεργαζόμαστε τους όγκους πληροφοριών που παράγει η κοινωνία μας, υποκύπτουμε μπροστά τους, είμαστε θύματά τους.
Φυσικά, δεν είναι τεχνικό μόνο θέμα η σύλληψη της φοροδιαφυγής. Η δημοσιονομική εκτροπή που μας οδήγησε στην κρίση οφείλεται στην αντίληψη της πολιτικής τάξης για τις σχέσεις με τους ψηφοφόρους της, είτε ισχυροί είναι αυτοί και προσφέρουν πολιτικό χρήμα για να γλιτώσουν τους φόρους είτε «μη έχοντες» που προσφέρουν την ψήφο τους για τον ίδιο λόγο.
Το αποκαλούμε «μεταπολεμικό πελατειακό κράτος» αυτό το φαινόμενο –αλλά οι πελατειακοί δεσμοί ήσαν αυτά τα 40 χρόνια πολύ λιγότερο ισχυροί από όσο τα 40 που είχαν προηγηθεί, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε αν δεν θέλουμε να καταλήγουμε σε ισοπεδωτικές αποτιμήσεις. Οι θεσμοί και το κράτος εκσυγχρονίστηκαν αλλά με αργότερους ρυθμούς από αυτούς που επέβαλαν οι περιστάσεις, η συμμετοχή μας σε υπερεθνικές συλλογικότητες, στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Οπως έγινε και με την εγγραμματοσύνη.
Αγώνες και πατρίδα


Από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης («πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» – «αγώνες») δεν καταφέραμε ακόμη να περάσουμε, μας έχουν στριμώξει ανάμεσά τους οι δύο βράχοι, απειλούν να μας συνθλίψουν. Δεν συνειδητοποιήσαμε πως η κυπριακή καταστροφή, που τη μοιρολογάμε δυστυχώς μέσα στις γιορτές για τη Μεταπολίτευση, ήταν συνέπεια του επιθετικού, επεκτατικού εθνικισμού μας.
Του εθνικισμού που καλλιέργησε το αίτημα και τους αγώνες για την «Ενωση» –αυτή προσπάθησε να επιβάλει η χούντα με συνέπεια την τουρκική εισβολή, την καταστροφή και την πτώση της. Του εθνικισμού που ερωτοτροπούσε με την ενσωμάτωση της Βόρειας Ηπείρου, που δημιούργησε το αδιέξοδο με το «Ονομα», που θεωρεί πως είμαστε θύματα συνωμοσιών και όχι των πράξεών μας, που τρέφει τη Χρυσή Αυγή. Δεν έχουμε άδικο να τους αποκαλούμε ναζί, άδικο έχουμε όταν ξεχνάμε πως το πρώτο συνθετικό του Nationalsozialismus παραπέμπει στον εθνικισμό.
Ακόμα και σήμερα δεν βλέπουμε πως τα έθνη-κράτη χάνουν συνεχώς έδαφος απέναντι σε υπερεθνικές οντότητες, πολιτικές ή οικονομικές. Οι πατριώτες θρησκευόμενοι οικογενειάρχες φοβούνται τις παραδόσεις του Διαφωτισμού που θεμελιώνουν τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση, οι αγωνιστές φοβούνται τις παραδόσεις διαπραγμάτευσης-συνδιαλλαγής που χαρακτηρίζουν εκεί τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Για τούτο ασκεί και τόσο γοητεία η Ανατολική Ευρώπη, όπως κυρίως εκφράζεται από τον ρωσικό αυταρχισμό.
Απόρροια της αγωνιστικής λογικής είναι και η ενδημική πολιτική βία: οι εποχές που τρομοκράτες ένοπλοι επαναστάτες αντάλλασσαν πυροβολισμούς με την αστυνομία στο κέντρο των πόλεων αποτελούν μακρινό παρελθόν για τις χώρες της ΕΕ. Ακόμα μακρινότερο είναι το παρελθόν που οι ναζί οργάνωναν πογκρόμ κατά των αλλοφύλων και έστελναν ομάδες εφόδου για να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους. Εμείς τα ζούμε ακόμα –και πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε πως δεν φταίει η κρίση για αυτά τα φαινόμενα. Η τρομοκρατία επιβίωσε επί 40 χρόνια, ο ρατσισμός ήταν διάχυτος αφότου εμφανίστηκαν οι πρώτοι μετανάστες, η κρίση απλώς συμπύκνωσε σε βρώμικο νερό το αιωρούμενο ακάθαρτο νέφος της μισαλλοδοξίας και της ξενοφοβίας.
Χειρότερα ή καλύτερα;


Δεν αποκτήσαμε ικανοποιητική αυτογνωσία ούτε ως άτομα ούτε ως κοινωνία ώστε να συζητήσουμε σε βάθος αυτά τα φαινόμενα –το ότι τέλος πάντων τίθενται στον δημόσιο διάλογο είναι σημαντική αλλαγή, πριν από τη Μεταπολίτευση ο εθνικισμός και οι αγώνες στο όνομά του, ή στο όνομα του λαού, ήσαν αυτονόητες αλήθειες. Οι συλλογικές αποτυχίες είχαν πάντα ως ερμηνεία «οι ισχυροί της Γης συνωμοτούν εναντίον μας». Για τούτο χάσαμε τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, για τούτο δεν πήρε την εξουσία το ΕΑΜ, για τούτο δεν πήραμε την Κύπρο –οι Αγγλοι, οι Γάλλοι, οι Αμερικανοί, οι Ρώσοι, οι Γερμανοί ήσαν οι ερμηνευτικές αιτίες για την κίνηση της ελληνικής ιστορίας.
Αυτό δεν έχει αλλάξει πολύ, οι ξένοι είναι υπεύθυνοι για το σημερινό μας χάλι, όχι εμείς. Για τούτο και τόση αντίσταση σε κάθε μεταρρύθμιση: δεν χρειάζονται, μας τις επιβάλλουν οι ξένοι, για το δικό τους συμφέρον. Το ότι αυτό μπορεί να είναι και δικό μας συλλογικό συμφέρον αν θέλουμε να επιβιώσουμε στον σύγχρονο κόσμο είναι αδιανόητο. Γιατί ο σημερινός κόσμος είναι χειρότερος, κυριαρχούν οι αγορές και όχι τα καλά κράτη, οι επιχειρηματίες και οι κερδοσκόποι, όχι οι πολιτικοί και οι πολεμιστές.
Εγινε πράγματι χειρότερος ο κόσμος μας στη διάρκεια αυτών των 40 χρόνων, ημερολόγιό μου –για την ακρίβεια, των τελευταίων 70, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Μου φαίνεται πως μόνο τρελοί θα ισχυρίζονταν κάτι τέτοιο. Τα φρικτά φαινόμενα βίας που χαρακτηρίζουν αυτές εδώ τις επετειακές ημέρες είναι πταίσματα μπροστά στις σφαγές των δύο μεγάλων πολέμων, των μικρότερων ανάμεσά τους ή νωρίτερα, των εμφυλίων συγκρούσεων, των ιμπεριαλιστικών φαινομένων. Η σημερινή φτώχεια, οι ανισότητες, οι λοιμοί και οι λιμοί, η κατάσταση του ανθρώπινου είδους είναι ζηλευτά για κάθε πρόγονό μας.
Σίγουρα μπορούσε να είναι σήμερα καλύτερος και ο κόσμος και η χώρα μας –οπωσδήποτε μπορούν και πρέπει να γίνουν. Το θέμα είναι να χτίσουμε πάνω σε αυτά που κερδίσαμε, όχι να τα απαρνηθούμε, ημερολόγιό μου.
Τα ίδια λέω και στους Σκωτσέζους για τα τελευταία 300 χρόνια που είναι μαζί με τους Αγγλους· μου φαίνεται πως εδώ είμαι πειστικότερος –γιατί λοιπόν να φύγω;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ