Κορυφαίος έλληνας τραπεζίτης, περιγράφοντας την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες, φέρεται να είπε σε επικεφαλής μεγάλης τράπεζας ότι «έτσι όπως πάμε σε λίγο οι τράπεζες θα έχουν και κεφάλαια και ρευστότητα αλλά δεν θα έχουν πελάτες να δανείσουν».
Πράγματι οι τράπεζες έχουν κάνει σημαντική πρόοδο τόσο στο θέμα της κεφαλαιακής τους ενίσχυσης όσο και στο ζήτημα της ρευστότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας κ. Παύλος Μυλωνάς μιλώντας στο συνέδριο του Economist, η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ για άντληση ρευστότητας έχει υποχωρήσει από το ύψος των 130 δισ. ευρώ που ήταν στην κορύφωση της κρίσης σε μόλις 52 δισ. ευρώ, ποσό που είναι κοντά στα προ της κρίσης επίπεδα των 40 δισ. ευρώ το 2008.
Οσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, ανέφερε ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν 77 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια και 15 δισ. ευρώ εξυπηρετούμενα ρυθμισμένα δάνεια, τα οποία θεωρούνται εν δυνάμει επισφαλή.
Από την άλλη, είπε, διαθέτουν ίδια κεφάλαια ύψους 17 δισ. ευρώ. Επίσης έχουν περίπου 36,5 δισ. ευρώ προβλέψεις για επισφαλή δάνεια. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι εξασφαλίσεις που έχουν για τα «κόκκινα» δάνεια, καθώς και η προ προβλέψεων κερδοφορία των επόμενων ετών και άλλα έσοδα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στα προγράμματα αναδιάρθρωσης των τραπεζών.
Οι απόψεις όμως διαφέρουν για το αν το αποτέλεσμα της παραπάνω εξίσωσης είναι θετικό ή αρνητικό. Οι αγορές, όπως φαίνεται από τις αυξήσεις κεφαλαίου, θεωρούν ότι είναι θετικό, οι εποπτικές αρχές όμως και το ΔΝΤ είναι πιο συντηρητικοί στις εκτιμήσεις τους.
Βεβαίως το ποιος θα επιβεβαιωθεί θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από την ανάκαμψη της οικονομίας. Και για να γίνει αυτό οι τράπεζες θα πρέπει να παίξουν τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της αγοράς και των επιχειρήσεων. Από τη στιγμή όμως που, όπως λένε οι τραπεζίτες, η ζήτηση για δάνεια από υγιείς, «χρηματοδοτήσιμες» επιχειρήσεις είναι περιορισμένη, η τραπεζική χρηματοδότηση κατά κύριο λόγο μένει να κατευθυνθεί προς την αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων και κλάδων.
Αλλά, όπως τόνισε ο κ. Μυλωνάς, το ισχύον πλαίσιο δεν διευκολύνει την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και ως εκ τούτου τη ροή κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα προς την οικονομία. Γι’ αυτό η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου που θα κατευθύνει την υπάρχουσα ρευστότητα των τραπεζών στην οικονομία αναδεικνύεται πιο σημαντικό ζήτημα από το αν οι τράπεζες θα χρειαστούν ή όχι πρόσθετα κεφάλαια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ