Ο πρώην, και αμέσως προηγούμενος, γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου έγραφε βιβλία για το αοίδιμον κλέος της αρχαίας Σπάρτης και θεωρούσε τη συνωρίδα στρατού και Εκκλησίας ως το αδιάσειστο κρηπίδωμα του έθνους και των διαχρονικών αξιών του. Θα μπορούσε εύκολα και εύλογα να τον καταγράψει κάποιος ως το περιεκτικότερο και πιο εύγλωττο κρούσμα παλαιολιθικού συντηρητισμού. Σύμφωνα με τον γνωστό ορισμό, είδηση θα ήταν αν δεν κουβέντιαζε πού και πού, σε συχνότητες καφενειακής οικειότητας, με τον Ηλία Κασιδιάρη.
Οσο και αν, στις μέρες της κρίσης, ο κεφαλαιογράμματος συντηρητισμός αυτού του τύπου μπορεί να εμφανίζεται ως πιο αξιόμαχος αντίπαλος από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν, η στηλίτευσή του δεν παύει να μοιάζει με τρίποντο σε βαρέλι μέσα από τη ρακέτα. Και όσοι πανηγυρίζουν με «προοδευτικές» ιαχές μόλις τους δίνεται ευκαιρία για το τρίποντο, ίσως να μην υποψιάζονται ότι στα έμπεδα της δυτικής δημοκρατίας ελάχιστοι συντηρητικοί θα αγόραζαν ένα τέτοιο πακέτο. Ομως το πρόβλημα, ασφαλώς, δεν είναι τα κεφαλαία αλλά τα ψιλά γράμματα του συντηρητισμού –τα πιο διαδεδομένα, τα πιο δυσανάγνωστα και τα πιο παραπλανητικά.
Και ακριβώς με τέτοια γράμματα γράφεται το πιο συντηρητικό ίσως σύμπτωμα της δημόσιας και πολιτικής μας ζωής: ο συνδυασμός προγραμματικής δυσπιστίας, άμετρης δραματοποίησης και στερεοτυπικής ακαμψίας. Πρόκειται για τριπλό μηχανισμό που ενεργοποιείται αυτόματα σε ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμιστικών μετώπων, από τη συνταγματική αναθεώρηση και την αλλαγή του εκλογικού νόμου μέχρι την αξιολόγηση και τις ιδιωτικοποιήσεις. Σε πλήρη λειτουργία μεταφράζει αυτόματα την πιθανή αστοχία σε «εθνικό έγκλημα», την ενδεχόμενη αναξιοσύνη σε «εσχάτη προδοσία», την αναγκαία διαπραγμάτευση σε εθελόδουλη «μειοδοσία», το αναπόφευκτο δούναι και λαβείν σε ανερυθρίαστο «ξεπούλημα», την επιβαλλόμενη καταγραφή δεδομένων σε «σχέδιο εξόντωσης», τα πιο προβλεπτά μποφόρ φορολόγησης σε «αντιλαϊκή λαίλαπα».
Η δυσπιστία μπορεί να είναι (μερικώς) δικαιολογημένη σε μια χώρα όπου οι ψευδωνυμίες της Αλλαγής και του Εκσυγχρονισμού απεργάστηκαν για χρόνια την κυριολεξία της ηθικής και οικονομικής χρεοκοπίας· η δραματοποίηση μπορεί να είναι συνιστώσα ενός ιδιοσυγκρασιακού ντετερμινισμού· και τα στερεότυπα μπορεί να είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς διαχείρισης της «πλουσιότερης γλώσσας του κόσμου». Αλλά ανεξάρτητα και πέρα από αυτό, κανείς έχει λόγους να υποψιάζεται ότι το πιο δυσμάχητο από τα προβλήματά μας είναι η απροθυμία μας να απαρνηθούμε τα επιβαλλόμενα ποσοστά ατομικής και συντεχνιακής αυτοεξυπηρέτησης προκειμένου να διαμορφώσουμε συμπαγή και ανθεκτική αίσθηση συλλογικής προοπτικής και ευθύνης.
Γιατί η δυσπιστία, η υπερβολή και οι αφορισμοί υποδηλώνουν έναν, συχνά ασυνείδητο, φόβο και συνιστούν αμυντική αντίδραση απέναντι σε οποιαδήποτε κινητικότητα που θα μπορούσε να διαταράξει τον στατικό κύκλο των στενότερων ή ευρύτερων εγωισμών μας. Ανθρώπινο ίσως, πολύ ανθρώπινο· αλλά είναι μόνο η καλλιεργημένη αίσθηση συλλογικής προοπτικής που, για καλό ή (κάποτε) και για κακό, μπορεί να μας δελεάσει έξω από αυτόν τον συντηρητικό κύκλο. Είναι γνωστό και διαβόητο ότι στην πιο σκοτεινή πλευρά του θατσερικού συντηρητισμού «δεν υπήρχε κοινωνία, αλλά μόνο άτομα».
Από την άποψη αυτή, τα ψιλά γράμματα του συντηρητισμού δεν αφορούν μόνο τη χωροταξικά και τεχνικά δεξιότερη πτέρυγα του Κοινοβουλίου· ίσα-ίσα που σε πολλές περιπτώσεις αφορούν περισσότερο την άλλη πτέρυγα, κυρίως όταν αυτή η άλλη πτέρυγα φιλοδοξεί, και φιλοδοξεί συχνά, να ακινητοποιήσει, να παλινδρομήσει ή να αγνοήσει την Ιστορία. Αφορούν και όσους διακινούν ευκαίρως και ακαίρως το περιώνυμο «προοδευτικό πρόσημο» την ώρα που επιδίδονται σε εντατικό επί τόπου βάδην.
Επιτρέπεται, νομίζω, να υποθέσουμε ότι, είτε από κορεσμό και ανία είτε επειδή πράγματι έγιναν σοφότεροι, πληθύνονται εκείνοι που αναγνωρίζουν ως πρόβλημα τον αυθεντικό συντηρητισμό της δυσπιστίας, της υπερβολής και της σχηματικότητας. Και μια τουλάχιστον κομματική νεοπλασία θέλει να είναι καλοήθης με το να ψηλαφά λόγο και πράξη που διαφοροποιούνται, εν μέρει εκ προγράμματος και εν μέρει ενστικτωδώς, ακριβώς από αυτό το σύνδρομο. Αν αυτό αποτελεί μια κάποια λύση, απομένει να αποδειχθεί.
Η άλλη λύση είναι η μοιρολατρική παραίτηση. Σύμφωνα με τους νευροεπιστήμονες, ο συντηρητισμός είναι απεικονίσιμος στην ανατομία του εγκεφάλου και οφείλεται στην υπερτροφία της «αμυγδαλής», η οποία υποτίθεται ότι αποτελεί το κέντρο συναγερμού εν όψει κινδύνου –στην περίπτωσή μας, ασφαλώς, εν όψει του κινδύνου των «καινών δαιμονίων» του νεωτερισμού. Μπορεί νεότερες απεικονίσεις να έχουν ήδη διαψεύσει τούτο το εύρημα, αλλά η συνολική φορά των πραγμάτων δεν αλλάζει και η απεικονίσιμη χημεία των νευρώνων σύντομα μπορεί να χλευάζει την «αλχημεία» του (μη απεικονίσιμου) «φαντάσματος» που τάχα κατοικεί μέσα στη «μηχανή». Οχι βέβαια ότι η νευροφυσική αυτή διευκρίνιση θα μας λυτρώσει από τα προβλήματα που συζητήσαμε πιο πάνω, αλλά τουλάχιστον θα έλυνε το αίνιγμα δυνάμει του οποίου κάποιοι, σαν τον πρώην γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, «γεννιούνται αντικομμουνιστές» ενώ άλλοι λαμβάνουν το χρίσμα της «προοδευτικότητας» στις πρώτες κρίσιμες εβδομάδες της κύησης, όταν αναπτύσσεται υπερβαλλόντως η «πρόσθια έλικα προσαγωγίου» –το οποίο ακούγεται εντυπωσιακό, ό,τι κι αν σημαίνει τελικά.

O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ