Το σώμα της γεμάτο σημάδια. «Δες, δες με… όλη!.. Πάνω-κάτω… Μέσα-έξω… Δες γδαρσίματα… Σα να με ράψαν σε σακί με γάτες… Με ξέσχισε η αγάπη… Την άφηνα… Τους άφηνα…». Πόσα χέρια την έφαγαν άπληστα ούτε θυμάται. Βούιξε ο Εβρος… «Μέχρι πλακάκια μπάνιου ξήλωσες… Σε ξέρουνε στα καψιμί… Βγάζουν σημαίες» της λέει περιπαικτικά ο βούλγαρος αγαπητικός της αδελφής της. Η Ραμόνα όμως δεν πτοείται. Ξέρει πως κέρδισε ακριβά τη δύναμή της. Βόγγηξε και μάτωσε ατέλειωτα βράδια, μέτρησε τα σκοτάδια της με καρτερία, έπιασε ξανά και ξανά πάτο προτού ξεπλύνει τα κρίματά της, προτού μπορέσει να μιλήσει με τον Θεό και εκείνος να την ακούσει.
Τώρα, έπειτα από πολλούς χειμώνες, έφτασε το καλοκαίρι που θα σώσει την αδελφή της. Τη μικρή Στέλλα, αιχμάλωτη του Ζλάταν, τη μικρή Στέλλα που είναι γεμάτη τρύπες, φαγωμένη απ’ το σαράκι, σκλαβωμένη. Ο έρωτας την τρώει και τη θερίζει. Ο έρωτας γι’ αυτόν τον άνδρα που δεν έχει μάνα, δεν έχει τίποτα, ούτε καν πρόσωπο, μόνο μια γλώσσα παχιά, «από τσιγκέλι αρπαγμένη, με τις τρίχες» και ουλές από καβγά στα χέρια, «με του μαχαιρωμένου την κατάρα».
Ηρθε η ώρα του, κι ας λέει πως δεν θέλει να πάει πουθενά, ήρθε η ώρα του για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Οι δύο αδελφές είναι αποφασισμένες. «Θα λυτρωθείς, θα πας στη χώρα σου. (…) Σε περιμένουν, Ζλάτκο… Αναψαν φωτιές… Ολο το σόι… Γκάιντες, χορός… Φωνάζουν, άκου» του λέει η Ραμόνα, ενώ στις φλέβες του αρχίζει να κυλά το ποντικοφάρμακο που του ‘βαλαν στο γάλα. Από αγάπη σε σκοτώνουμε, του εξηγεί, από καλοσύνη, γιατί σε είχε ρουφήξει το κακό και ολοένα μαύριζες…
Μια ψυχή φεύγει, μια άλλη αναδύεται από το κρεβάτι της ακινησίας. Σε αυτό το λαϊκό παραμύθι η μάγισσα είναι τραγουδιάρα περπατημένη, με φωνή τσουρουφλισμένη, από τις στάχτες της ξαναγεννημένη. Δένει τους θύτες, απελευθερώνει τα θύματα, στέλνει τους νεκρούς στην πατρίδα των ονείρων τους, δίνει λαλιά σε εγκαταλελειμμένα αγόρια, ανασταίνει σακάτηδες στην αγκαλιά της.
Ο έρωτας, όταν δεν καταδικάζει σε σκλαβιά, γεννάει θαύματα: πάνω στη λιγδιασμένη φορμάικα, με μια φτηνοκολόνια να πλανάται στην αποπνικτική ατμόσφαιρα, τα τηγανισμένα αφρόψαρα πέφτουν στο πάτωμα, βγαίνουν απ’ το πιάτο, και, με την κρούστα αλευριού ανέπαφη, αρχίζουν τον ψαρένιο χορό τους. Το μεταφυσικό συναντά το απολύτως καθημερινό στο «Ραμόνα travel», το μεταφυσικό όμως γεννιέται πάντα μέσα από πράξεις ερωτικής ευλάβειας και πίστης. «Εσύ θα δεις το θαύμα. Εγώ θα σε ξαναγεννήσω, Μάρκο… Μόνο γιατί με πίστεψες, γι’ αυτό θ’ ανοίξουν πύλες, θα γυρίσουν πίσω τα ρολόγια… Ετοιμάσου…» λέει η Ραμόνα στον νεαρό προστατευόμενό της που τον ετοιμάζει να βγει στον κόσμο.
Στο τέλος ο Μάρκος με τη Στέλλα θα την ποτίσουν τη σωτήρα τους από το ίδιο δηλητήριο. «Κοκορολαλήματα, ψαλμωδίες, ένα ύστατο ιερατικό remix ανεβάζει τη Ραμόνα στον Παράδεισο. Φώτα νέον αναβοσβήνουν»περιγράφουν οι τελευταίες σκηνικές οδηγίες της συγγραφέως. Αφού τακτοποιήσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς της, η Ραμόνα ως άλλη, παρηκμασμένη Μήδεια, καταφεύγει στα μπουζούκια των ουρανών, εκεί όπου δεν έχει χώματα και λάσπες, ούτε γδαρσίματα και τρύπες.
«Αλλο ένα δημοτικό τραγούδι που υποδύεται μια παράσταση» περιγράφει η ίδια η συγγραφέας το κείμενό της και είναι νομίζω αυτό ακριβώς το αίσθημα που δημιουργείται στον αναγνώστη του. Εικόνες βιβλικές, αρχαία μυστήρια, λαϊκή παράδοση, ελληνικό καλοκαίρι και επαρχιακή υποκουλτούρα, «κοκορολαλήματα και ψαλμωδίες», λίγος Σολωμός και λίγος Τενεσί Γουίλιαμς συνθέτουν το γήινο και ταυτόχρονα παραμυθένιο σύμπαν του «Ραμόνα travel». Αντιμέτωπος με αυτόν τον πλούτο αναφορών, ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης προσπάθησε να βάλει μια τεράστια σφραγίδα «ελληνικότητας» στην όψη, στο μέλος και στον λόγο της παράστασης.
Εμεινε όμως σε μια εντελώς επιφανειακή ερμηνεία της έννοιας αυτής και κατά συνέπεια του κειμένου. Και δεν αναφέρομαι τόσο στη σκηνογραφία –που αρκέστηκε στα «κλασικά», ράντζο, καρέκλες καφενείου, μπουγάδα, βασιλικός, άντε κι ένας «τσαρουχικός» νέος στο βάθος της σκηνής –όσο στη χρήση της θρακιώτικης ντοπιολαλιάς από τους ηθοποιούς.
Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής φαντάζει περισσότερο ως κακόγουστη φάρσα ή, ακόμη χειρότερα, ως αποτυχημένο λαογραφικό πείραμα για τη διάσωση διαλέκτων που χάνονται. Ούτε στιγμή δεν πείθουν οι ηθοποιοί ότι οι ιδιαιτερότητες του ιδιώματος αυτού έχουν γίνει κτήμα τους ή ότι υπηρετούν οποιονδήποτε άλλον σκοπό πέρα από τον αυτονόητο, της «ρεαλιστικής» ψευδαίσθησης.
Οι θεατές εγκαταλείπουν από νωρίς κάθε ελπίδα πλήρους κατανόησης των λεγομένων. Τη σύγχυσή τους αυτή έρχεται να εντείνει το μουσικό ποτ-πουρί (ό,τι του φανεί, από αρχοντορεμπέτικα, ελαφρά και λαϊκά, από Βέμπο ως Λίτσα Διαμάντη) που αποδίδονται ζωντανά επί σκηνής για να μας αποδείξουν του τραγουδιού το αληθές, ότι δηλαδή η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ενσαρκώνει μια σκυλού τραγουδιάρα της επαρχίας. Δυστυχώς δεν μας πείθει ποτέ ούτε γι’ αυτό ούτε για κάτι άλλο καθώς παρασύρεται και εκείνη σε μια εξωτερική «απεικόνιση» του ρόλου –πόζα, τακούνι, τσιγάρο, λάγνο βλέμμα -, αρνούμενη μια ουσιαστικότερη καταβύθιση στην πολυπλοκότητα της Ραμόνας.
Εν κατακλείδει, η ελληνικότητα και η λαϊκή κουλτούρα όχι ως αίσθημα ή σύγχρονη αναζήτηση αλλά ως πρόχειρη, επιδερμική εντύπωση, ως συνονθύλευμα από τυποποιημένες εικόνες, «αυθεντικούς» ήχους και ηθογραφικά αξεσουάρ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ