«Εσύ πόσα συγγνώμη ζητάς την ημέρα;». Διαδικτυακή φρενίτιδα έχει προκαλέσει τηλεοπτική διαφήμιση γνωστού σαμπουάν. Πρόκειται για το «Νot So Sorry» σποτ (με ήδη πάνω από τρία εκατομμύρια επισκέπτες στο YouTube), το οποίο ανατέμνει ένα ακόμη θηλυκό στερεότυπο: την τάση των γυναικών να ζητούν, δι’ ασήμαντον αφορμήν, συγγνώμη. Το σποτ φωτίζει «απολογητικές» στιγμές στην καθημερινότητα γυναικών, όταν ζητούν κατ’ εξακολούθησιν συγγνώμη, ακόμη και αν δεν συντρέχει κανένας απολύτως λόγος. «Συγγνώμη, να κάνω μια χαζή ερώτηση;» (στην αίθουσα συσκέψεων), «Συγγνώμη» (σε αίθουσα αναμονής, όταν ένας άγνωστος κάθεται στη θέση δίπλα της, καταλαμβάνοντας με τους αγκώνες του τον ζωτικό της χώρο), «Συγγνώμη» (στο κρεβάτι το βράδυ, όταν εκείνη αποφασίζει να διεκδικήσει το μερίδιο του παπλώματος που εκείνος τής έχει στερήσει).
Παρότι γενικώς αντιστέκομαι σθεναρά στα στερεότυπα που κατασκευάζονται μέσα σε τμήματα μάρκετινγκ (αν και η επιθεώρηση «Psychological Science» τον Σεπτέμβριο του 2010 είχε δημοσιεύσει και επιστημονικά τεκμήρια), δεν μπόρεσα να μην αναγνωρίσω τη συμπτωματολογία. Θυμήθηκα, για παράδειγμα, εκείνη τη φίλη που όταν μένει 12ωρα στο γραφείο και μετά γυρνάει στο σπίτι και καταρρέει στον καναπέ, λέει στον σύντροφό της: «Συγγνώμη που με βλέπεις έτσι, αλλά είμαι τόσο κουρασμένη!». Γυναίκες που ζητούν αέναα, ενοχικά, συγγνώμη από γονείς, παιδιά, φίλες, συναδέλφους κ.ο.κ. Μια γνωστή που μου είχε εκμυστηρευθεί ότι συχνά ζητάει ανακλαστικά συγγνώμη, ακόμη και όταν σκοντάφτει επάνω σε άψυχα αντικείμενα.
Αρκετοί επικρότησαν το μήνυμα της διαφήμισης: «Η συγγνώμη είναι ένα δεκανίκι, ένα τυραννικό δεκανίκι» θα γράψει η Αννα Νορθ στο αμερικανικό «Time». «Είναι ένας τρόπος να γεμίζεις τα κενά, είναι μια υπεκφυγή, ένας τρόπος να ζητάς κάτι χωρίς να προσβάλλεις, να εμφανίζεσαι «soft» ακόμη και όταν διεκδικείς κάτι». H πανδημία συγγνώμης στον θηλυκό πληθυσμό έχει, λένε οι ειδικοί, άμεση σχέση με αυτή την εναγώνια ανάγκη των γυναικών να είναι αρεστές, είναι ένας τρόπος να λειάνουν την εκτετραχυσμένη (από τους πολλαπλούς ρόλους τους και από τα ολοένα και πιο ανταγωνιστικά περιβάλλοντα) θηλυκότητά τους. Στο βιβλίο της «Lean Ιn» (Βγες μπροστά), η Σέριλ Σάντ-μπεργκ του Facebook γράφει στο κεφάλαιο «Επιτυχία και ικανότητα να γίνεσαι συμπαθής»: «Οταν μια γυναίκα διαπρέπει στη δουλειά της, άνδρες και γυναίκες συνάδελφοι σχολιάζουν ότι μπορεί να τα πηγαίνει καλά, δεν είναι όμως «τόσο αγαπητή». Είναι ίσως «πολύ επιθετική», «δεν διαθέτει ομαδικό πνεύμα», «δεν μπορείς να την εμπιστευτείς» ή «κάνει πολιτική»…».
Το παραδέχτηκε πρόσφατα και η Τσέλσι Κλίντον σε μια ομιλία της στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ: «Ενας από τους συνεταίρους (σ.σ.: στη ΜcKinsey & Company όπου δούλευε) με τράβηξε παράμερα και μου είπε: «Πρέπει να σταματήσεις να απολογείσαι». Και φυσικά, εγώ τού ζήτησα συγγνώμη!». Το φαινόμενο περιέγραψε με τον δικό του τρόπο και ο συγγραφέας Κεν Ολέτα στον «New Yorker», γράφοντας ότι για τις γυναίκες «το να αμφιβάλλουν για τον εαυτό τους γίνεται μια μορφή αυτοάμυνας». Ετσι, το «συγγνώμη» –«συγγνώμη που κάθησα τόση ώρα στο φωτοτυπικό», «συγγνώμη που παρεμβαίνω, αλλά νομίζω ότι έχω μια καλή ιδέα για την αυριανή σύσκεψη», «συγγνώμη που πήρα πρώτη τον λόγο αλλά…» κ.ο.κ. –φαντάζει το ιδεώδες όπλο, ή εργαλείο.
Υπήρξαν βεβαίως και εκείνοι που θεώρησαν το τηλεοπτικό σποτ «Νοt So Sorry» μία ακόμη στερεοτυπική ανάγνωση της θηλυκής φύσης, από αυτές που έχουν την τάση να τη θυματοποιούν ή να την αποστραγγίζουν από τις ζωτικούς χυμούς της. Στο βιβλίο του «Sorry About That», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες (Oxford University Press), ο Εντουιν Μπατιστέλα, καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Νότιου Ορεγκον, αποτολμά μια εμβριθή κατάδυση στη σημειολογία της δημόσιας συγγνώμης, με πλείστα (μάλλον αναμενόμενα) παραδείγματα και από τα δύο φύλα: Μελ Γκίμπσον, Ρόναλντ Ρίγκαν, Οπρα Γουίνφρεϊ, Μπιλ Κλίντον κ.ο.κ. Σύμφωνα με τον Μπατιστέλα, υπάρχουν τόσες συγγνώμες όσες και γνώμες: συγγνώμες τακτικής, συγγνώμες εγωκεντρικές, ηττοπαθείς, που δεν περιέχουν την παραμικρή ρανίδα μεταμέλειας, συγγνώμες οξείες, επιθετικές («συγγνώμη, να περάσω;», όταν βγαίνεις από το μετρό και συναντάς το ορμητικό τείχος εκείνων που μπαίνουν), ενοχικές, συγγνώμες όχι αδυναμίας ή αβεβαιότητας, αλλά σπάνιας ευαισθησίας. Συγγνώμες, τέλος, που, όπως έγραφε προ ημερών η Μέγκαν Γκάρμπερ στο «The Αtlantic», «δεν είναι φορτισμένες από το φύλο ή την ενοχή, απλώς βοηθούν τη Γη να γυρίζει λίγο πιο ομαλά».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ