Εχει συμβιβαστεί με τη μοίρα του. Ο Σερζ βαν ντερ Χόοφτ, διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας καταστημάτων για ερωτικά είδη Beate Uhse, το έχει πάρει απόφαση, ότι θα έχει κεσάτια το εφετινό καλοκαίρι. Ετσι όπως είχε και στα προηγούμενα Μουντιάλ. Οι άντρες, λέει, είναι μόνιμα καθηλωμένοι μπροστά στις συσκευές της τηλεόρασης για να δουν τους αγώνες. Και οι γυναίκες, ξέροντας ότι δεν μπορούν να τους ξεκολλήσουν με τίποτε από εκεί, ξεγράφουν προς το παρόν το σεξ. Τα αξεσουάρ του έρωτα –αρώματα, ντεσού, προφυλακτικά, αφροδισιακά –παραμένουν έτσι αδιάθετα. Με αποτέλεσμα να σημειώνει κάθετη πτώση και ο τζίρος της επιχείρησης.
Το παράδοξο είναι βέβαια ότι το ίδιο το ποδόσφαιρο σφύζει κυριολεκτικά από ερωτισμό. Και αυτό κατ’ αρχάς για βιολογικούς λόγους: κατά τη διάρκεια ενός αγώνα οι παίκτες και οι θεατές εκκρίνουν αμέτρητα κιλά τεστοστερόνης, της αντρικής ορμόνης που, ως γνωστόν, είναι η πρώτη ύλη του σεξ. Και αυτή με τη σειρά της φορτίζει ερωτικά και το παιχνίδι.
Στο γήπεδο βέβαια η τεστοστερόνη μετατρέπεται κατά μέγα μέρος σε κινητική ενέργεια για τις ανάγκες του παιχνιδιού. Σεξουαλικά εκφράζεται μόνο έμμεσα: είτε με τις σωματικές περιπτύξεις των παικτών ύστερα από ένα γκολ είτε με τις «άσεμνες» χειρονομίες και παρόλες των θεατών. Τελικά μένει έτσι ένα μικρό υπόλοιπο για το σπίτι ή για τα καταστήματα πώλησης ερωτικών ειδών.
Παλαιότερα βέβαια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Πριν από 40-50 χρόνια οι σωματικές επαφές στο γήπεδο περιορίζονταν στις συγκρούσεις των παικτών για την κατάκτηση της μπάλας.
«Με τον καιρό το ποδόσφαιρο έγινε όλο και πιο ερωτικό» λέει ο φιλόσοφος των σπορ Γκούντερ Γκεμπάουερ. «Η απόσταση μεταξύ των σωμάτων έχει υπερπηδηθεί. Οι θωπείες, οι εναγκαλισμοί και οι ασπασμοί για τον γκολτζή είναι πλέον κανόνας». Ταυτόχρονα άλλαξε και η εμφάνιση των παικτών. «Τα σορτσάκια προβάλλουν προκλητικά τους μυς του επάνω ποδιού, οι έξαλλες κομμώσεις και οι ερωτικές πόζες γίνονται κανόνας. Και το χρήμα, τα συμβόλαια των 50, 60 και 80 εκατ. ευρώ, εκτινάσσει στα ύψη την ερωτική έλξη».
Μπορεί να είναι κανείς σακάτης, κουτσός ή και μονοπόδαρος, όσο όμως είναι άσος στην μπάλα είναι και μεγάλος «γυναικάς». Ενα παλαιότερο παράδειγμα για αυτό είναι ο Βραζιλιάνος Γκαρίνχα, ο οποίος κέρδισε μαζί με τον Πελέ το Μουντιάλ του 1962. Αν και αγράμματος, με στραβά πόδια και μορφή Κουασιμόδου, ο απαράμιλλος αυτός έξω αριστερά «έβγαζε» όσο ήταν στις δόξες του περισσότερες γυναίκες από ό,τι όλοι μαζί οι συμπαίκτες του στη Σελεσάο (τη βραζιλιάνικη εθνική ενδεκάδα).
Οσο πιο επιτυχημένος ο παίκτης τόσο πιο σέξι –άποψη την οποία καλλιεργούν και οι γυναίκες των πρωτοκλασάτων ποδοσφαιριστών. «Το σεξ με τον άντρα μου δεν ζυγίζεται με το χρήμα όλου του κόσμου» έλεγε δημόσια πριν από λίγο καιρό η σύζυγος του διεθνούς ποδοσφαιριστή της Τσέλσι Ασλεϊ Κόουλ.
Ερευνες που έγιναν σε κολέγια χωρών της Δυτικής Ευρώπης συγκλίνουν στο εξής αποτέλεσμα: Οι μαθητές που «κλωτσούν» δεξιοτεχνικά την μπάλα είναι ασύγκριτα πιο ελκυστικοί για τις μαθήτριες από εκείνους που έχουν τη μαθηματική μεγαλοφυΐα ενός Αϊνστάιν ή τη μουσική ενός Μότσαρτ.
Ο ερωτισμός έχει βέβαια βαθύτερες αιτίες. Μία από αυτές είναι το γεγονός ότι η μπάλα δεν είναι απλό αλλά «σοβαρό παιχνίδι» (Πιερ Μπουρντιέ), με την έννοια ότι υποβάλλεται σε κανόνες που ισχύουν και στην υπόλοιπη κοινωνία. Η ποδοσφαιρική ζωή είναι συνέχεια της κοινωνικής –με όλα τα ερωτικά συνακόλουθα.
Παράλληλα το ποδόσφαιρο είναι σήμερα το προσφυέστερο μέσο για την κοινωνικοποίηση των αντρών. Με αυτό ασκούνται με τον συστηματικότερο δυνατό τρόπο στην τέχνη της οικειοποίησης του «ανδρισμού», ο οποίος δομικά έχει δύο συνιστώσες: τον ανταγωνισμό και την αλληλεγγύη. Με τον ανδρισμό οριοθετούν το «χωράφι» τους έναντι των γυναικών. Με τον ανταγωνισμό και την αλληλεγγύη, ως ενότητα, «μαθαίνουν έναν τρόπο παιχνιδιού που πηγαίνει πέρα από εκείνον των σπορ» (Μίχαελ Μόιζερ), ενώ ταυτόχρονα οριοθετούν και τις μεταξύ τους σχέσεις. Παίζοντας μπάλα γίνονται πραγματικοί «άντρες», έτσι όπως τους θέλει η σημερινή κοινωνία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: ανταγωνιστικοί και παρεμπιπτόντως αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Οι γυναίκες, ακόμη και όταν κατεβαίνουν στα γήπεδα, παραμένουν αποκλεισμένες από το «αντρικό» ποδόσφαιρο –που είναι όμως και το κυρίαρχο. Η μπάλα, την οποία ορισμένοι ψυχαναλυτές παρομοιάζουν με το γυναικείο αιδοίο, είναι έτσι καθαρά «αντρική», με την έννοια ότι είναι βορά στα πόδια των αντρών. Με αποτέλεσμα ο ερωτισμός να είναι κι εδώ μονόπλευρος: οι άντρες ερωτεύονται μόνο την μπάλα-κλωτσοσκούφι, οι γυναίκες, σε ένα ντελίριο μαζοχισμού, εκείνους που μαζί με εκείνη κλωτσούν συμβολικά και τις ίδιες.
Στην αντρική κοινότητα υπάρχουν βέβαια και αντιερωτικοί μηχανισμοί. Για παράδειγμα, ένα ιεραρχικό σύστημα, στην κορυφή του οποίου, σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Ρεβέιν Κόνελ, βρίσκεται ο λεγόμενος «ηγεμονικός ανδρισμός». Σύμφωνα με αυτόν, ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να είναι ό,τι «λοξότερο» δυνατό υπάρχει: μαύρος, Εβραίος ή τροτσκιστής –ποτέ των ποτών όμως ομοφυλόφιλος. Ο «ομοερωτισμός» των παικτών, όπως αυτός εκφράζεται στα «πλακώματά» τους μετά την επίτευξη ενός γκολ, θεωρείται θεμιτός, ο κανονικός έρωτας μεταξύ τους, αντίθετα, εντελώς αθέμιτος. «Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα» λέει η ίδια. «Οι θεατές θα πέσουν να σε κατασπαράξουν».
Επόμενο έτσι και οι θιγόμενοι να αποφεύγουν κάθε αποκάλυψη. Οι «ανδρείοι της ηδονής» (Καβάφης), το ποσοστό των οποίων στους επαγγελματικούς συλλόγους της Ευρώπης υπολογίζεται σε 10%, ξέρουν καλά ότι τέτοια «ανδρεία» θα ήταν αυτοκτονική.
Το ερώτημα που εγείρεται έτσι αυτόματα είναι αν ένα άθλημα που γεννά τόσο πολλές ανισότητες και αδικίες και μοιάζει με κοσμοϊστορική συνωμοσία των αντρών κατά των γυναικών, και όχι μόνο, θα έπρεπε να απαγορευθεί.
Η απάντηση είναι απλή: Τα πρώτα 2.500 χρόνια είναι τα δύσκολα. Τόσα περίπου υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν για να αλλάξει θεμελιακά η αντρική κοινωνικοποίηση και να γίνουν και οι άντρες άνθρωποι. Μια απαγόρευση θα ήταν άσκοπη. Οχι μόνο επειδή θα προκαλούσε την ταυτόχρονη εξέγερσή τους σε όλη την υφήλιο αλλά και επειδή θα στερούσε την ανθρωπότητα από ένα «σοβαρό παιχνίδι» –το οποίο θα γινόταν πολύ «σοβαρότερο» και ερωτικότερο αν στο οργανωτικό του μέρος δινόταν περισσότερο βάρος στην αλληλεγγύη από ό,τι στον ανταγωνισμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ