Καταλαβαίνουμε τον εκνευρισμό. Αλλοι παλεύουν χρόνια, συσκέπτονται και μπουρδολογούν ώρες ατελείωτες, μια ζωή στις επάλξεις, και αίφνης βλέπουν τον άσχετο, τον απολιτίκ, τον «από το πουθενά» να γίνεται επικεφαλής ενός κινήματος και να πιάνει διαβολικό ποσοστό 6,66% (λίγο λιγότερο, αλλά το φούσκωμα βολεύει τη ρητορική). Και ποιος είναι, παρακαλώ, ο Σταύρος Θεοδωράκης για να φτιάξει κόμμα; Ο μέσος Ελληνας κρίνει εξ ιδίων: ο Σταύρος είναι βαλτός από τη Μοσάντ, από τη Στοά, και φυσικά από τα συμφέροντα «La Bombola» (με προφορά Πάτι Πράβο).
Ο μέσος Ελληνας έχει μάθει να σκύβει μπροστά στην εξουσία. Οχι μόνο δεν τολμά να πάρει πρωτοβουλία, αλλά στηρίζει με την ψήφο του τον νεποτισμό. Εκλέγει ξανά και ξανά τις ίδιες φαμίλιες, πάππου προς πάππου. Οχι μόνο τρεις γενιές πρωθυπουργών αλλά και τους κατά τόπους προύχοντες. Αυτή είναι η περιρρέουσα αντίληψη για τη Δημοκρατία. Να διοικείται η χώρα με κληρονομικό δίκαιο (ποσοστό συμμετοχής παιδιών βουλευτών μεγαλύτερο του 20% στις περισσότερες συνθέσεις της Βουλής). Το φαινόμενο καταγράφεται δεξιά και αριστερά.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης ήταν η έκπληξη των ευρωεκλογών, πετυχαίνοντας εντυπωσιακό αποτέλεσμα σε σχέση με τον ελάχιστο χρόνο που είχε. Πόσο θα ήθελαν ορισμένοι να τον δουν να γλιστράει πάνω στη δόξα και στην επιτυχία του… Εν τούτοις προχωρά απτόητος. Το συνέδριο που έγινε πριν από λίγες ημέρες στο Λαύριο έλυσε τα πρακτικά ζητήματα. Το Ποτάμι έγινε κόμμα, απέκτησε όργανα, νομιμοποίησε τον αρχηγό του. Και προχωρά στην επεξεργασία των θέσεων, με συγκεκριμένες προτάσεις. Το λέει και το ξαναλέει, προκαλώντας θυμηδία σε ορισμένους.
Γιατί μόνο πρακτικά και όχι θεωρητικά; Γιατί να μην αναλωθεί σε αναλύσεις με ολίγη από Πουλαντζά; Ο Σταύρος Θεοδωράκης έκανε το σχετικό name dropping στην ομιλία του στο ιδρυτικό συνέδριο, με Καστοριάδη και με Κον Μπεντίτ, αλλά δεν αφοσιώνεται σε αυτό. Πασπαλίζει αλλά προσπερνάει με τον τρόπο που το κάνουν οι άνθρωποι της αγοράς και όχι οι άνθρωποι των αμφιθεάτρων στα 70s. Να πούμε, όμως, κάτι. Η κριτική που δέχεται είναι υπερπολλαπλάσια της πολιτικής του ιστορίας. Κανείς δεν θα μπορούσε να επιλύσει μέσα σε 120 ημέρες όλα τα προβλήματα της χώρας. Προσώρας μαζεύει και τακτοποιεί προτάσεις.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου οι εθελοντές (έτσι λέγονται τα μέλη) χωρίστηκαν σε ομάδες και συζήτησαν για τη δικαιοσύνη, την παιδεία και την εργασία. Ναι, είπε καθένας το μακρύ του και το κοντό του, όμως το είπε ελεύθερα, έχοντας την πεποίθηση ότι οι θέσεις διαμορφώνονται από κάτω, χωρίς προηγούμενες δεσμεύσεις. Δεν υπάρχει προηγούμενο πλάνο και έτσι οι εθελοντές καθορίζουν από το μηδέν εάν θέλουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, αν προτιμούν να γίνει πιο ακριβή η πρόσβαση στην εκπαίδευση. Τις πρώτες 120 ημέρες μπήκαν, λοιπόν, οι βάσεις για τη συζήτηση. Η συζήτηση θα καταλήξει σε πρόγραμμα, εν ευθέτω και συνδυαστικά.
Να πούμε και κάτι άλλο. Εχει τη σημασία και τον συμβολισμό της η επιλογή του Ποταμού να ενταχθεί στην Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μπήκε μια πυξίδα και δεν είναι φιλελεύθερη. Από εδώ και πέρα τελούμε σε στάση αναμονής, για να δούμε τη σύνθεση των ιδεών. Καλές οι προτάσεις και οι ωραίες ιδέες, αλλά Το Ποτάμι θα κριθεί μόλις καταθέσει όλο το πακέτο. Δεν μπορεί να είναι όλα δωρεάν στην εκπαίδευση, όλα δωρεάν στην υγεία και ταυτόχρονα η φορολόγηση χαμηλή για όλους χωρίς έλεγχο φοροδιαφυγής. Εχει νόημα το όλον και όχι μόνον η λεπτομέρεια. Εχει σημασία το σύνολο των «πρακτικών λύσεων» όπως θα διατυπωθεί με την πρόθεση διακυβέρνησης.
Ακούγεται ακραίο το «πρόθεση διακυβέρνησης» για ένα κόμμα με το διαβολικό ποσοστό 6,66%. Αυτό, όμως, κάνει τη διαφορά με το Ποτάμι και τον Σταύρο Θεοδωράκη. Υπάρχει πρόθεση διακυβέρνησης και όχι πρόθεση αντιπολίτευσης. Να μην το υποτιμάμε αυτό: η αντιπολίτευση, η εκάστοτε αντιπολίτευση, καλλιεργεί την πολιτική του ανέφικτου. Παροχές, επιδόματα, γενναιοδωρίες και λεφτά με τη σέσουλα. Εκεί μπορεί να κάνει τη διαφορά το Ποτάμι, στον ρεαλισμό, στην ειλικρίνεια, στον καθαρό λογαριασμό.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ