Ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης κατατάσσεται μεταξύ των λεγόμενων «αναθεωρητών» της Ιστορίας.
Με τις ιστορικές έρευνές του επιχείρησε να διεισδύσει βαθύτερα στον Eμφύλιο Πόλεμο, να προσεγγίσει πιο συστηματικά τις συνθήκες που προκάλεσαν την αδελφοκτόνο σύγκρουση.
Για να το επιτύχει «έσκαψε» πραγματικά στα χρόνια της Κατοχής και πριν από αυτά, ασχολήθηκε με πρόσωπα αμφιλεγόμενα και τέλος πάντων έφερε στο φως άγνωστες πλευρές και πτυχές που διαμόρφωσαν τα μεγάλα γεγονότα, που ακόμη επιδρούν και επηρεάζουν το σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ορισμένοι αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν το έργο του ως δήθεν προσπάθεια κατασυκοφάντησης της Αριστεράς, του αποδίδουν ιδεολογικά και άλλα κίνητρα, αλλά επί της ουσίας αρνούνται την έρευνα και το κυριότερο καλλιεργούν το μίσος απέναντι σε κάθε τι που πιθανώς αμφισβητεί τη δική τους αλήθεια.
Αυτό το μίσος όπλισε τους νεαρούς που του επιτέθηκαν στα καλά καθούμενα. Είναι αυτή η άλλη όψη του φασισμού, που δεν απέχει όμως πολύ από εκείνη των χρυσαυγιτών που απαίτησαν από τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου να διακόψουν το πρόγραμμά τους επειδή δήθεν αντιπολιτεύεται το τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα.
Και στις δύο περιπτώσεις το κίνητρο είναι ίδιο. Η φίμωση της ελεύθερης έρευνας και της καλλιτεχνικής δημιουργίας επειδή δεν ταιριάζει στις πεποιθήσεις και τις ιστορικές αναφορές των νοσταλγών της πηγάδας του Μελιγαλά από τη μια μεριά και των ναζί από την άλλη.
Απέναντι σ’ αυτά τα φαινόμενα δεν μπορεί να υπάρχει ανοχή, ούτε ολιγωρία.
Ο φασισμός δεν έχει χρώμα. Και στην προκειμένη περίπτωση ο δημοκρατικός διμέτωπος είναι επιβεβλημένος.