Ρώτησα έναν φίλο, ενθουσιασμένος για τη λαμπρή ιδέα που είχε έρθει στο κεφάλι μου: «Δεν θα ήταν ωραίο να έγραφα ένα κομμάτι για το δράμα που ζει αυτές τις ημέρες όποιος δεν παρακολουθεί ποδόσφαιρο;». «Ισως, μπορεί, αν νομίζεις ότι…» απάντησε, κοιτώντας με με απορία. «Τι σε προβληματίζει;». «Οτι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην παρακολουθεί αυτές τις ημέρες ποδόσφαιρο». «Υπάρχω εγώ!». «Ελα τώρα!». «Τι έλα, χριστιανέ μου, με ξέρεις 200 χρόνια, πότε παρακολούθησα αγώνα;».
Το έχω ξαναζήσει. Οποτε έχει Μουντιάλ, ακόμη και οι πολύ δικοί μου άνθρωποι αρνούνται να πιστέψουν ότι αδιαφορώ. «Οσο και αν δεν σου αρέσει το ποδόσφαιρο», λένε, «το Μουντιάλ είναι άλλο». Εγώ ως ποδόσφαιρο εξακολουθώ να το βλέπω: ένα στρογγυλό πράμα που το κλωτσάνε κάτι στραβοκάνηδες και γύρω τους το πλήθος σε διαδικασία εκτόνωσης. «Εχεις έναν τρόπο να το υποβαθμίζεις!» μου επιτίθεται ο Νάσος, ο οποίος, παρότι κολεγιόπαις, όταν παρακολουθεί ποδόσφαιρο μεταμορφώνεται στην αρσενική εκδοχή της Λίντα Μπλερ στον «Εξορκιστή»: στόμα απύλωτο και μάτια που στάζουν αίμα όταν η ομάδα του τρώει γκολ. «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να πέφτεις τόσο χαμηλά!» του λέω. «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να γίνεσαι τόσο ξενερουά φλώρος!» μου απαντά.
Παλαιότερα τσακωνόμασταν επ’ αυτού, για να ξαναμιλήσουμε μετά τη λήξη της αγωνιστικής περιόδου ζητώντας τις απαραίτητες συγγνώμες: «Δεν το εννοούσα όπως ακούστηκε», «Ούτε εγώ» και άλλα τέτοια, που στην πραγματικότητα κανένας από τους δυο μας δεν πίστευε. Τότε, αρπαζόμουν εύκολα. Τώρα, έμαθα να κρατιέμαι και να σέβομαι τα πάθη των άλλων. Οσο όμως και αν τα σέβομαι, το πάθος με το ποδόσφαιρο παραμένει… γκρίζα ζώνη για τη δική μου αντίληψη.
Ας αποφανθεί η επιστήμη: Μπορεί να μου λείπει κάποιο ένζυμο. Ισως κάποιο τμήμα του εγκεφάλου μου να έχει υποστεί αλλοίωση. Ισως, πάλι, να έζησα ως παιδί μια τραυματική εμπειρία που σήμερα δεν θυμάμαι, η οποία όμως καθόρισε την (ανύπαρκτη) σχέση μου με το άθλημα: έφαγα στο κεφάλι την μπάλα και έπαθα φοβία, έβαλα αυτογκόλ και υπέστην καζούρα από τους συμμαθητές μου… Δεν νομίζω, όμως, ότι έπαιξα ποτέ ποδόσφαιρο με τους συμμαθητές μου. Παιδιόθεν το απεχθανόμουν. Το αποτέλεσμα; Αυτές τις ημέρες, είμαι ο ξενέρωτος της παρέας. Ο «μην του μιλάτε, αφήστε τον μόνο του». Ολοι μπροστά στην τηλεόραση με τα σουβλάκια, τις μπίρες και τον ενθουσιασμό τους, εγώ στο πλάι, με την κόκα-κόλα λάιτ μου να πλήττω αφόρητα. Εχω υποφέρει τόσες φορές από αυτή την πλήξη, που εφέτος αποφάσισα να είμαι πιο οργανωμένος.
Ετσι, όταν με κάλεσαν στου Νάσου «για να δούμε τον αγώνα» (δεν θα με μάθουν ποτέ;) έφτασα με το tablet μου φορτωμένο με βιβλία και μουσικές. Βιβλία βαθυστόχαστου περιεχομένου και μουσικές ανάμεσα στο λυρικό και στο έντεχνο, για να αποδείξω σε όλους πόσο υψηλό παραμένει το επίπεδό μου σε σχέση με το δικό τους. Γκολ και φάουλ εκείνοι, «Ριγκολέτο» εγώ. Και έτσι, ακούγοντας Βέρντι, μπήκα στο Twitter να δω τι γίνεται στον κόσμο.
Για να πέσω στις αναρτήσεις μίας από τις διασημότερες σοπράνο των ημερών μας: Κάπου ανάμεσα στις εμφανίσεις της στο Αμβούργο και στο ρεσιτάλ της στη Μόσχα, η Σούμι Τζο έβρισκε καιρό να σχολιάζει τους αγώνες του Μουντιάλ, με τον ενθουσιασμό που πίστευα ότι θα εκδήλωνε μόνο μπροστά σε έναν νέο ρόλο: «Didn’t expect this! Amazing Costa Rica», «Balotelli! Super Mario!», «Unfair first half Mexico – Cameroon. Now I have to go to the theater, can’t watch the 2nd half –unhappy!». Διαβάζοντάς την αισθάνθηκα μεγάλη μοναξιά. Μόνο εγώ αδυνατώ να καταλάβω αυτή «την υψηλή μορφή τέχνης» όπως αποκαλεί το ποδόσφαιρο ο Ανέστης;
Οσο όμως και αν δεν συμμερίζονται τη γνώμη μου οι περισσότεροι, εξακολουθώ να πιστεύω πως διαθέτω ισχυρά επιχειρήματα: είναι αυτός ο χορός εκατομμυρίων που έχει στηθεί γύρω του που με ενοχλεί, είναι η απίστευτη χυδαιότητα (μεγάλης) μερίδας των φιλάθλων, είναι η αίσθηση ότι εξωθεί το κοινό σε ακραίες συμπεριφορές, είναι ο κακόγουστος εθνικισμός με τους τυλιγμένους στις σημαίες της πατρίδας τους οπαδούς, είναι και αυτό το ηλίθιο χταπόδι, η Ρεγγίνα, που προβλέπει τους νικητές. Είναι όμως και η Σούμι Τζο, που ξαφνικά αισθάνθηκα να με μαρκάρει αντικανονικά! Πάτησα pause στον «Ριγκολέτο» και στράφηκα προς την τηλεόραση. Προσπάθησα να μου αρέσει αυτό που ενθουσίαζε την παρέα μου. Δέκα λεπτά μετά επέστρεψα στον «Ριγκολέτο». Οργανικό πρέπει να είναι τελικά το πρόβλημά μου…

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ