Η ελληνική κοινωνία, στη μεγάλη της πλειονότητα, αγνοεί ότι η οικονομική της δυσπραγία οφείλεται στη χρεοκοπία της. Βομβαρδίζεται με παράλογες και παραπειστικές πληροφορίες και «αναλύσεις», που παρουσιάζουν ως αίτιο των δεινών της τις επιλογές κάποιων «άλλων», όχι τις δικές της. Σε αυτόν τον ωκεανό του παραλογισμού, το PSI έχει συχνά περιγραφεί ως, περίπου, μια απάτη, μέσω της οποίας απλά φορτωθήκαμε με νέο χρέος. Δυστυχώς, σε αυτή την τελευταία διαστρέβλωση συμβάλλει, αθέλητα ίσως, και η Τράπεζα της Ελλάδος με τον ατυχή τρόπο που παρουσιάζει το PSI στην έκδοσή της «Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης» (σελ. 107 και συνέχεια), όπου, με μια λογιστικού τύπου προσέγγιση, αποφαίνεται ότι το «καθαρό όφελος» από την κατά 140 δισ. ευρώ μείωση του χρέους συμποσούται σε μόλις 51,2 δισ. ευρώ. Ο μη ειδικός αναγνώστης, σε συνδυασμό και με τα όσα διάφοροι σπερμολόγοι επαΐοντες υποτονθορύζουν, πολύ εύκολα σχηματίζει την εντύπωση ότι, εάν δεν είχε λάβει χώρα το PSI, η ελληνική οικονομία θα είχε ίσως λίγο μεγαλύτερο χρέος, θα ήταν όμως σε πολύ καλύτερη κατάσταση, αφού οι τράπεζές της δεν θα είχαν «καταστραφεί» και θα έδιναν περισσότερα δάνεια, ενώ τα ασφαλιστικά ταμεία δεν θα είχαν χρεοκοπήσει και θα πλήρωναν υψηλότερες συντάξεις!
Μόνο που αποτελεί κακό οιωνό το ότι και οι ίδιοι οι «ειδικοί» δεν είναι σε θέση να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά μέσα στο μυαλό τους, διαχωρίζοντας το αίτιο από το αποτέλεσμα. Δεν είναι μόνο ότι λησμονείται πως το PSI υπήρξε η μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην Ιστορία, κυρίως εις βάρος των ξένων πιστωτών. Είναι ότι συγχέεται το ποσό των 125 δισ. ευρώ που απώλεσαν έλληνες και ξένοι πιστωτές με εκείνο το ποσό με το οποίο «επωφελήθηκε τελικά» η ελληνική πλευρά (που η Τράπεζα της Ελλάδος το υπολογίζει σε 50 δισ., ενώ άλλοι σε ακόμη λιγότερο). Η διαφορά των δύο οφείλεται βεβαίως στο ότι η ελληνική οικονομία έπρεπε να (ξανα)δανεισθεί για να συνεχίσει να λειτουργεί.

Συγκρίνοντας κανείς τα δύο ποσά είναι σαν να συγκρίνει μήλα με πορτοκάλια. Και τούτο διότι το μεγαλύτερο μέρος του νέου δανεισμού δεν ήταν απότοκο του PSI, ώστε να λογίζεται ως «κόστος» του. Ηταν αναγκαίο ούτως ή άλλως, με ή χωρίς PSI. Δεν αναφερόμαστε μόνο στα όσα απαιτήθηκαν για τις λειτουργικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου (σε 11,9 δισ. τα ανεβάζει η ΤτΕ), αλλά και για τα ποσά της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Εάν η Ελλάδα δεν έπαιρνε τα 167 δισ. της δεύτερης φάσης της βοήθειας, η οικονομία της θα κατέρρεε και τα ομόλογά της, συμπεριλαμβανομένων και όσων διακρατούσαν οι ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, δεν θα εξυπηρετούνταν ποτέ. Μόνο που η «δεύτερη βοήθεια» δεν ήταν εφικτή χωρίς το PSI. Οι παλαιοί πιστωτές έπρεπε να φύγουν από τη μέση για να έλθουν νέοι, ώστε το συνολικό χρέος να παραμείνει σε κάποια ανεκτά επίπεδα και να μην τείνει να αυξηθεί εκθετικά. Αλλιώς κανείς δεν θα δάνειζε όταν γνώριζε εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να αποπληρωθεί ποτέ. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα πολύκλαυστα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που διακρατούσαν οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία ήταν ούτως ή άλλως καταδικασμένα. Ηταν ως μη υπάρχοντα.

Η απομείωση του χρέους δεν ήταν δυνατόν να γίνει με τρόπο ώστε να μειωθούν τα ομόλογα που διακρατούσαν οι ξένοι, αλλά όχι εκείνα που διακρατούσαν οι Ελληνες. Ενα τέτοιο αίτημα θα ήταν εξωφρενικό. Αφού όμως αυτό δεν γινόταν νομότυπα, έγινε, εν μέρει, άτυπα (δυστυχώς, όχι για τους μικροομολογιούχους). Κάτι τέτοιο ήταν η «ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών. Χρέος διαγράφηκε και χρέος ξαναδημιουργήθηκε, ώστε να έχουν οι τράπεζες επαρκή κεφαλαιακή βάση –με ομόλογα του EFSF που για την ΕΚΤ είχαν πολύ μεγαλύτερη αξία από τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. (Εκείνοι που έχασαν ήταν οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών, οι οποίοι κατέληξαν μειοψηφία στη σύνθεση του μετοχικού κεφαλαίου.)
Σε μια αναδιάρθρωση χρέους και ο χρεώστης και ο πιστωτής, εάν είναι λογικοί, κινούνται προς το ίδιο σημείο από αντίθετες κατευθύνσεις: να μειώσουν το χρέος όσο απαιτείται, ούτως ώστε ο μεν χρεώστης να δει την οικονομία του να εκκινεί και πάλι, ο δε πιστωτής να πάρει, σε βάθος χρόνου, ό,τι μπορεί να περισωθεί. Σκοπός είναι να βρεθεί το άριστο ποσό της μείωσης. Το ότι τα 140 δισεκατομμύρια του PSI δεν ήταν το άριστο ποσό αποδεικνύεται από το ότι συζητάμε για νέα αναδιάρθωση-μείωση του χρέους. Το ότι όμως τα 140 δισεκατομμύρια που διεγράφησαν δεν άρκεσαν είναι επίσης και η μεγαλύτερη απόδειξη ότι επρόκειτο για χρέος που στην πραγματικότητα δεν είχε λόγο να υπάρχει, καθώς δεν επρόκειτο να εξυπηρετηθεί και να αποπληρωθεί ποτέ! Δεν μπορεί συνεπώς την ίδια στιγμή να παραπονιόμαστε από τη μία ότι διαγράφηκε πολύ χρέος, με αποτέλεσμα να καταβαραθρωθούν οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, και από την άλλη ότι διαγράφηκε λίγο χρέος και ότι χρειάζεται και άλλη απομείωσή του! Ή το ένα ισχύει ή το άλλο! Το PSI, προϊόν ανάγκης, δεν ήταν «ένα κόλπο για να μας τα πάρουν ξανά» αλλά μια ρύθμιση η οποία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πληθώρα των υφιστάμενων περιορισμών, ευνόησε σημαντικά την ελληνική οικονομία. Με το PSI (και την «επιμήκυνση») η Ελλάδα, ως το τέλος της δεκαετίας, δεν αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα καταβολής τοκοχρεολυσίων. Βεβαίως η παρούσα αξία του χρέους πρέπει να μειωθεί και άλλο –όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο.
Το ουσιαστικό πλέον πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι τα 180 δισ. που έχει καταφέρει να διατηρήσει ως ΑΕΠ τα διανέμει άδικα μεταξύ των πολιτών της και τα κατανέμει αντιπαραγωγικά μεταξύ των οικονομικών κλάδων και χρήσεων. Ως εκ τούτου δεν διαθέτει την παραμικρή αναπτυξιακή δυναμική και, παρά την υποτιθέμενη σταθεροποίηση της οικονομίας της, βλέπει επιχειρήσεις να κλείνουν η μία μετά την άλλη, χωρίς να δημιουργείται καμία καινούργια. Το να ζητάς λοιπόν εδώ και τώρα από τους ξένους να σου χαρίσουν το χρέος και να σου προσφέρουν και μερικές δεκάδες δισ. βοήθεια με νέα «σχέδια Μάρσαλ» είναι ο εύκολος τρόπος να σωπαίνεις για την ταμπακιέρα. Το δύσκολο είναι να προτείνεις λύσεις για την αναδιάρθρωση της χώρας, όχι για την αναδιάρθρωση του χρέους. Δύσκολο γιατί απαιτεί από τη μία ιδέες για την παραγωγή πολιτικής και από την άλλη σθένος για την αντιμετώπιση κατεστημένων συμφερόντων. Οταν, αντί αυτών, ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται σε παραλογισμούς, όπως αυτούς για το PSI, τότε παραπέμπει, δυστυχώς, στους βιολιτζήδες που κίνησαν να πάν’ να παίξουν στον γάμο του δεσπότη.
Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.