Δεν έχουν περάσει παρά λίγα 24ωρα από την ώρα που η ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα γνώρισε μια σκληρή ήττα στον πρώτο της αγώνα στη Βραζιλία.

Το αποτέλεσμα αυτής της ήττας ήταν άμεσο: τσουνάμι “αυτοκριτικής” που έφτανε στα όρια του μαζοχισμού και του αυτομαστιγώματος ξέσπασε από τη μία άκρη της Ελλάδας ως την άλλη: η εθνική ομάδα περίπου “στραυρώθηκε” για το αποτέλεσμα εκείνου του αγώνα, την ώρα δε που έπεφταν “κάστρα” όπως εκείνο της Ισπανίας. Το τι άκουσαν προπονητής και παίκτες, απλώς δεν περιγράφεται…

Και τώρα, έρχεται η ανατροπή. Οι ίδιοι άνθρωποι, στην ίδια διοργάνωση, με διαφορά λίγων ημερών – και λίγων τερμάτων- έγιναν τα χαράματα της Τετάρτης από τραγικές φιγούρες, ξαφνικά, εθνικοί ήρωες! Ολοι όσοι προχθές τους έβριζαν, τώρα, μέσα σε χρόνο μηδέν, τους προσκυνούν…

Αυτή είναι η τρέχουσα έκφραση μιας πάγιας ιδιότυπης ελληνικής κατάρας που κάθε άλλο παρά περιορίζεται στα γήπεδα. Απλώς, εν προκειμένω, όπως ήρθαν τα πράγματα, το παράδειγμα καθίσταται εξαιρετικά διδακτικό ως προς τα δύο κύρια χαρακτηριστικά στοιχειά της.

Το πρώτο, είναι η παντελής αδυναμία απαλλαγής της δυνατότητας ανάλυσης, της κρίσης και της εξαγωγής συμπερασμάτων ή / και στρατηγικής, τακτικής και θέσεων από τον ψυχολογικό παράγοντα. Με μία τρομακτικά ασταθή ψυχολογία, είμαστε πάντα έτοιμοι, σε πρώτη ευκαιρία, να βγάλουμε εαυτούς άχρηστους και να απαξιώσουμε άκριτα και εύκολα το κάθε τι…

Το δεύτερο, είναι το ιδιότυπο σύνδρομο κατωτερότητας έναντι των ξένων που συχνά φτάνει κι αυτό σε απίθανα όρια: μας τσάκισαν τέσσερα χρόνια ότι είμαστε η… κοιτίδα της παγκόσμιας διαφθοράς, ότι φταίμε για την διεθνή κρίση, ότι κοντέψαμε να καταστρέψουμε τα πάντα κι εμείς, αντί να τους στείλουμε εκεί που έπρεπε, ενσωματώσαμε όλες αυτές τις κατηγορίες σε μία φοβερή ενοχικότητα που ούτε στην αλήθεια ανταποκρίνεται, ούτε φυσικά βοήθησε την Ελλάδα – κάθε άλλο μάλιστα…

Ολα αυτά εκφράστηκαν και μέσα σε αυτές τις λίγες ημέρες με αφορμή τα όσα μέχρι στιγμής έγιναν στα γήπεδα της Βραζιλίας.

Ας τα αντιμετωπίσουμε επιτέλους. Κι ας ξεπεράσουμε αυτή τη φοβερή ελληνική κατάρα.

Οχι μόνον για τους επόμενους αγώνες, όπου κι αν οδηγήσουν, αλλά σε κάθε έκφραση της ζωής αυτού του τόπου.