Στις 28 Ιουνίου 1914 ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος, διάδοχος του θρόνου των Αψβούργων, επισκεπτόταν το Σαράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας, επαρχίας την οποία η Δυαδική Μοναρχία της Αυστροουγγαρίας είχε πρόσφατα τότε (1908) προσαρτήσει. Τα μέτρα που είχε λάβει η αστυνομία της πόλης ήταν υποτυπώδη, αν όχι ανύπαρκτα. Μάλιστα, λίγο πριν από τους μοιραίους πυροβολισμούς, χειροβομβίδα είχε εκραγεί πολύ κοντά στο αυτοκίνητο του διαδόχου τραυματίζοντας περίπου είκοσι άτομα. Ωστόσο, σε ερώτηση του αρχιδούκα «Τι γίνεται με αυτές τις βόμβες;», ο υπεύθυνος για θέματα ασφαλείας στρατηγός απάντησε: «Υψηλότατε, μπορείτε να συνεχίσετε απολύτως ήσυχος. Αναλαμβάνω την ευθύνη». Λίγο πιο πέρα περίμενε ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, φοιτητής, μέλος της φιλοσερβικής οργάνωσης Νέα Βοσνία. Καλός σκοπευτής, ο Πρίντσιπ πυροβόλησε από αρκετά κοντά. Λίγα λεπτά αργότερα ο αρχιδούκας ήταν νεκρός, όπως και η σύζυγός του.
Μια τρομοκρατική ενέργεια, λοιπόν, όπως θα λέγαμε σήμερα, θα γίνει η θρυαλλίδα που θα οδηγήσει το άνθος της ευρωπαϊκής νεολαίας σε ανελέητη αλληλοσφαγή επί τέσσερα χρόνια. Μάλιστα, για να επιβεβαιωθεί ίσως το πόσο τυφλή και παράλογη είναι εξ ορισμού η τρομοκρατική δράση, αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιδιώξεις των δολοφόνων ήταν εντελώς νεφελώδεις. Πολλώ μάλλον αφού, μεταξύ των αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος ήταν ο (συγκριτικά) πιο ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στους Σλάβους γενικά και τους Νοτιοσλάβους ειδικότερα.
Οι δύο ερμηνείες


Με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από το 1914, ιδιαίτερη άνθηση γνωρίζει η σχετική με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο φιλολογία και ιδιαίτερα τα βιβλία που προσπαθούν να εμβαθύνουν στα αίτιά του. Πολύ χοντρικά, λόγω περιορισμένου χώρου, θα έλεγα ότι δύο παραμένουν οι βασικές γραμμές ερμηνείας: εκείνη που θεωρεί ότι η σύρραξη ήταν λίγο-πολύ αναπόδραστη και εκείνη που θεωρεί ότι το μακελειό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Στα επιχειρήματα που επικαλείται η πρώτη άποψη περιλαμβάνονται η κούρσα εξοπλισμών που είχε προηγηθεί, η εκχειλίζουσα γερμανική ισχύς και ορμή, οι εκκρεμότητες ως προς την (ανα)κατανομή των ζωνών επιρροής εκτός Ευρώπης και η ανάγκη της Γαλλίας να ξεπλύνει την ήττα του 1870-71. Από την άλλη, η άποψη που ισχυρίζεται ότι ο πόλεμος δεν ήταν αναπόφευκτος επικαλείται επιχειρήματα που, ξεκινώντας από την ανεπάρκεια των μέτρων ασφαλείας στο Σαράγεβο, δίνουν έμφαση κυρίως στους κακούς χειρισμούς και στην καχυποψία μεταξύ των μελλοντικών εμπολέμων κατά τον μήνα που μεσολάβησε από τη δολοφονία του αρχιδούκα ως την κήρυξη του πολέμου.
Αυτό που παραμένει αδιαμφισβήτητο είναι ότι τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1914 έκλεισε μια μακρά περίοδος ειρήνης για τη Γηραιά Ηπειρο. Με την εξαίρεση κάποιων πολέμων πιο τοπικού χαρακτήρα, αυτή η περίοδος είχε διαρκέσει από το 1815 ως το 1914 και –σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, βέβαια –είχε συμβάλει ώστε η Ευρώπη να γνωρίσει πρωτοφανή ανάπτυξη, κυρίως σε πεδία όπως η οικονομία, η τεχνολογία και οι επιστήμες. Η εκατονταετία 1815-1914 υπήρξε χωρίς αμφιβολία η περίοδος κατά την οποία κατ’ εξοχήν κυριαρχούσε η (ψευδ)αίσθηση ότι η δύναμη του ορθού λόγου ήταν ακλόνητη και επομένως ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε στο μέλλον να απολαμβάνει συνθήκες συνεχούς προόδου και ανάπτυξης σε όλα τα επίπεδα.
Εμφύλια σύγκρουση


Τον αρμαγεδδώνα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η χώρα μας τον ένιωσε σχετικά ξώπετσα και ξώφαλτσα. Υπήρξαν ασφαλώς άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας στο Μακεδονικό Μέτωπο το 1916-18. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτό που κυρίως καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη των Νεοελλήνων αναφορικά με την περίοδο εκείνη ήταν η εμφύλια σύγκρουση που θα γινόταν γνωστή ως Εθνικός Διχασμός. Γιατί τι άλλο ήταν ο Διχασμός αν όχι ένας ακόμη ενδοελληνικός εμφύλιος; Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν η ύπαρξη δύο κυβερνήσεων στη χώρα (μιας βασιλικής στην Αθήνα και μιας βενιζελικής στη Θεσσαλονίκη), η αμαχητί παράδοση του Δ’ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς και στους Βουλγάρους και η μεταφορά του στο Γκέρλιτς της Σαξονίας, η δράση των επίστρατων και τα λεγόμενα Νοεμβριανά του 1916 (όταν δυνάμεις της Αντάντ συγκρούστηκαν με πιστές στον Κωνσταντίνο στρατιωτικές μονάδες);
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι πληγές που άφησε ο λεγόμενος και Μεγάλος Πόλεμος θα παρέμεναν ανοιχτές –και συχνά κακοφορμισμένες –επί αρκετά χρόνια. Τη Γερμανία της Βαϊμάρης και το φαινόμενο του ναζισμού αλλά και τη γαλλική κοινωνία του Μεσοπολέμου δεν μπορείς να τις καταλάβεις παρά μόνο αν συνειδητοποιήσεις πόσο βαθιές ήταν οι ουλές στο σώμα αυτών των κοινωνιών από τα όσα έζησε μια ολόκληρη γενιά στα χαρακώματα, από τους 2.000.000 νεκρούς που είχαν οι Γάλλοι και τους 3.000.000 που είχαν οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί, από το ότι πλατιά στρώματα της γερμανικής κοινωνίας ήταν απολύτως πεισμένα πως ο στρατός τους δέχθηκε το 1918 τη λεγόμενη πισώπλατη μαχαιριά (die Dolchstosslegende). Σε μας, αντίθετα, η περίοδος 1914-18 έχει μείνει στη συλλογική μνήμη πολύ περισσότερο ως η πρώτη φάση του ολέθριου εσωτερικού Διχασμού, ο οποίος τόσα και τόσα δεινά έμελλε να επισωρεύσει στην ελληνική κοινωνία.
Εν κατακλείδι, μια ιδέα/πρόταση –εξ ου και η δημοσίευση ενός τέτοιου κειμένου πριν από τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την κήρυξη του πολέμου. Η ενωμένη Ευρώπη ως όραμα υπήρξε εν πολλοίς απόρροια της φρίκης και του δέους που είχαν προκαλέσει τα εκατομμύρια θύματα των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Γιατί, λοιπόν, να μη γιορτάζεται –ή έστω να γιορταστεί εφέτος –ως ημέρα μνήμης αλλά και ελπίδας των Ευρωπαίων η 24η Δεκεμβρίου; Η ημέρα, δηλαδή, οπότε, αυθόρμητα, χωρίς καμία προσυνεννόηση, Γάλλοι, Βρετανοί και Γερμανοί, στρατιώτες και αξιωματικοί, βγήκαν από τα χαρακώματα και γιόρτασαν από κοινού τα Χριστούγεννα ανταλλάσσοντας ευχές και τραγουδώντας! Υπεραισιόδοξη ιδέα από αιθεροβάμονες, θα μου πείτε. Ισως. Αλλά και τι υπέροχος ύμνος στη ζωή και στον ορθό λόγο –ναι, τον ορθό λόγο –ως αντίδοτα στις εκατόμβες (νέων, κυρίως) ανθρώπων. Ανθρώπων τους οποίους εκείνα που τους συνέδεαν ήταν ασφαλώς πολύ περισσότερα από εκείνα που τους χώριζαν.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ