Προαναγέλλοντας τη θερινή ανάπαυλα της μονότονης αυτής στήλης (αρχίζει την τελευταία Κυριακή Ιουνίου και λήγει την, τελευταία πάλι, Κυριακή Ιουλίου), συμμάζεψα κάποια ερεθιστικά διαβάσματα (πρόσφατα τα περισσότερα και μάλλον νυκτόβια), για να τα συστήσω σε όσους ανέχονται τις βιβλιοφιλικές μου επιλογές. Προηγείται, λόγω επικαιρότητας, το πρόσφατο πόνημα του Αντώνη Λιάκου, που κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Νεφέλη, με τον παραμυθικό επίτιτλο Η επιστροφή της Κοκκινοσκουφίτσας. Ο οποίος όμως γρήγορα προσγειώνεται στον κεφαλαιογράμματο υπότιτλο που λέει: Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΤΗΝ ΣΚΕΦΤΟΥΜΕ ΣΕ ΚΡΙΣΙΜΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ. Πρόκειται προφανώς για επίμαχο θέμα που συμψηφίστηκε στον επίλογο και του δικού μου Μονοτονικού της 8ης Ιουνίου, γυρεύοντας αφελώς λογαριασμό πεπραγμένων από την εντόπια πενταδάχτυλη Αριστερά.
Την αινιγματική πάντως σχέση της παραμυθικής Κοκκινοσκουφίτσας (αν εξαιρέσουμε τον κόκκινο σκούφο της) με την εγκόσμια και παγκόσμια Αριστερά δεν την αφήνει παντελώς ανεξήγητη ο Αντώνης Λιάκος, φίλος πιστός από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Την ψάχνει ήδη στην πρώτη περίοδο του Προλόγου του, γράφοντας: «Καθώς η Κοκκινοσκουφίτσα φαίνεται να επιστρέφει στην Ελλάδα, αφού ο λύκος έφαγε τη γιαγιά της και γκρέμισε το σπίτι της, με τη συνενοχή του μπαμπά της, είναι καιρός να δούμε τι συμβαίνει στα παραμύθια, όταν ανατρέπεται η πλοκή τους». Συμβάλλοντας κι εγώ στην προτεινόμενη μέθοδο ανατροπής, φαντάστηκα να τρώει εγκαίρως η Κοκκινοσκουφίτσα τον λύκο.
Στη συνέχεια πάντως του Προλόγου του, σπρώχνοντας ο Αντώνης στην άκρη τα παραμύθια της προσχολικής ηλικίας, ορίζει, κυριολεκτικά τώρα, το θέμα του βιβλίου του, ρωτώντας ευθέως: «Τι μπορεί να είναι σήμερα η αριστερά, όταν η κρίση παγιώνεται σε διαρκές καθεστώς;». Περί αυτού ο έντιμος λόγος στο θαρραλέο αυτό βιβλίο, αποτυπωμένος σε 198 σελίδες και μοιρασμένος σε έξι ενεπίγραφα μέρη.
Το πρώτο (και εκτενέστερο) δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά με την επιγραφή «Ανιχνεύοντας το πρόσωπο της αριστεράς στον 21ο αιώνα». Το δεύτερο (αναδημοσιευμένο από τα «Ενθέματα» της Αυγής τον Νοέμβριο του 2012) τιτλοφορείται «Ξαναπιάνοντας τα κομμένα νήματα: Αριστερά και μεταρρυθμίσεις». Το τρίτο (συνεργασία στο περιοδικό Χρόνος τον Ιούνιο του 2013) επιγράφεται «Ελλάδα: Νεωτερικότητα και κρίση». Το τέταρτο (μεταφερμένο εδώ από το Books’ Journal, τεύχος Μαρτίου, 2011) προτείνει «Μερικές ιδέες για να σκεφτούμε διαφορετικά την κρίση». Το πέμπτο (αναδημοσίευση από τον αλησμόνητο Πολίτη, τεύχος 115, Οκτώβριος 1991) προσφεύγει στην ερώτηση: «Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια της αριστεράς;». Τέλος, το έκτο και αρχαιότερο (αναδημοσιεύεται από Τα Ιστορικά, τχ. 10, Ιούνιος 1989), πιάνει το καυτό πρόβλημα «Περί λαϊκισμού».
Και τα έξι μελετήματα αρθρώνονται εσωτερικά σε έντιτλα κεφάλαια, επιμερίζοντας το αξονικό τους θέμα στα συστατικά του σημεία. Θεωρώντας αυτονόητο ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο επιμερισμός εκμαιεύει τον ορισμό κάθε σοβαρού ζητήματος, επιλέγω ως παραδείγματα το πρώτο και το τελευταίο μέρος του τόμου.
Το πρώτο (που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ιδρυτικό για το σύνολο της προκείμενης έρευνας) ανιχνεύει, όπως είπα, το πρόσωπο της αριστεράς στον 21ο αιώνα. Μετά από συνοπτική εισαγωγή, διαβαθμίζεται στα επόμενα έντεκα διαδοχικά μερίδια: «Η γενεαλογία», «Επιλεκτικά παραδείγματα», «Οι καιροί άλλαξαν», «Η κριτική ενσωμάτωση», «Οι εμπειρίες της μετάβασης στον 20ό αιώνα», «Η πολιτισμική αριστερά», «Τα δημοκρατικά δικαιώματα», «Τα κινήματα της αντι-παγκοσμιοποίησης», «Πώς θα ενσωματωθούν οι αλλαγές στην τεχνοεπιστήμη;», «Παγκοσμιοποίηση και αντοχές του πλανήτη», «Η μαρτυρία του ιστορικού».
Το τελευταίο μέρος «Περί λαϊκισμού» μοιράζεται σε δύο μόνο, μακροσκελή όμως, κεφάλαια: «Κριτική» και « Ιστορική ανάλυση». Στο σημείο αυτό πρέπει ίσως να υπενθυμίσω ότι το ερευνητικό και συγγραφικό έργο του Αντώνη Λιάκου αφορά «τη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία και συνάμα την ιστορία και θεωρία της Ιστορίας». Εδώ όμως είμαι υποχρεωμένος να κόψω τη δική μου διαμεσολάβηση, αφήνοντας τον αναγνώστη να εκτιμήσει μόνος του τη σημασία και την αξία του προκείμενου τόμου.
Επιστρέφοντας ωστόσο στον αμφίσημο τίτλο του Μονοτονικού, οφείλω κάποια εξήγηση. Στον βαθμό που οι μεταλλάξεις της Αριστεράς (από τα γεννοφάσκια της στα τέλη του 18ου αιώνα ως το επαπειλούμενο γήρας της στις μέρες μας) είναι τόσο ριζικές, τίθεται εύλογα το ερώτημα αν πρόκειται τελικώς να επιβιώσει. Η προσωπική μου απάντηση είναι «και ναι και όχι». Γιατί, όπως και να το κάνουμε, χρειαζόμαστε στη ζωή μας και το αριστερό μας χέρι. Προπάντων όσοι, από τη φύση τους, είναι αριστερόχειρες. Σίγουρα δεν πρόκειται για κουσούρι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ