Οι πρακτικοί Λατίνοι έλεγαν: «Primum vivere deinde philosophare«, δηλαδή «πρώτα επιβιώνουμε και μετά φιλοσοφούμε». Αυτή είναι η σειρά προτεραιότητας για όποιον επιθυμεί να επιζήσει ή να πετύχει κάποιον σοβαρό σκοπό. Αλλιώς μπορεί να πνιγεί σε ατέρμονες συζητήσεις περί ηθικής, περί σκοπιμοτήτων, περί του πρακτέου και να χάσει το στόχο προς όφελος του αντιπάλου.

Από την εποχή της αρχαιότητας ο Έλληνας ήταν «αγοραίο» είδος: επινόησε την Αγορά, το αγορεύειν και συναφώς το φιλοσοφείν. Και ναι μεν αυτά κατέστησαν την κλασική και μετακλασική εποχή μοναδική σε δημιουργικότητα ιστορική περίοδο αλλά ο ευρύτατος τότε ελληνικός κόσμος υποδουλώθηκε εύκολα στους Ρωμαίους όπως πιο πριν οι Αθηναίοι είχαν υποκύψει στους πρακτικούς Σπαρτιάτες και κατόπιν στους απλοϊκότερους Μακεδόνες.

Ατυχώς το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα της Ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή οι ατέρμονες συζητήσεις χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα. Είτε ως θεσμός του Καφενείου είτε ως Γενική Συνέλευση πολυκατοικίας είτε ως «παραθυράκια» στην τηλεόραση είτε ακόμη και ως Βουλή των Ελλήνων (οσάκις αυτή διεξάγει συζητήσεις επί της ουσίας – πράγμα ανύπαρκτο στις μέρες μας). Η έλλειψη παιδείας περί τη διεξαγωγή ορθολογικού διαλόγου είναι εμφανέστατη. Στην οποιαδήποτε «συζήτηση» χάνεται σύντομα το πραγματικό ζητούμενο του διαλόγου και κυριαρχούν ιδεολογικές απόψεις, μικροσυμφέροντα ή προσωπικές αντεγκλήσεις. Και δεν προκύπτει απόφαση περί του πρακτέου.

Μια κοινωνία που λειτουργεί έτσι ακινητοποιείται. Και τα προβλήματά της αντί να λύνονται απλά επισωρεύονται μέχρι να ξεχειλίσει το ποτήρι, οπότε δίνονται αναγκαστικά επειγόντως λύσεις «ανάγκης» γραμμένες στο γόνατο που συχνά δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από εκείνα που λύνουν. (Από τη δεκαετία του 50 ελέγετο ότι το λεκανοπέδιο έχει πρόβλημα σκουπιδιών. Το πρόβλημα παραμένει άλυτο 70 χρόνια τώρα!). Και λαμβάνονται εν κρυπτώ αποφάσεις για να ψηφιστούν τάχιστα καμουφλαρισμένες διατάξεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ατέρμονες αντιδράσεις χωρίς τεκμηριωμένη αντιπρόταση. Πραγματικό Δημόσιο Διάλογο δεν έχουμε μάθει να κάνουμε.

Πώς είναι δυνατόν να πάει μπροστά μια κοινωνία που αυτοπαραλύεται; Είμαστε ανίκανοι να συμφωνήσουμε δημοκρατικά τι θέλουμε και ποια μέτρα πρέπει να πάρουμε για να πάμε μπροστά. Δεν έχουμε σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για τίποτε. Ούτε υποστηρίξαμε φορείς μελέτης που να συνθέτουν τέτοιες προτάσεις – αντίθετα τους ευνουχίσαμε για να μην εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους.

Είναι λοιπόν απορίας άξιο το ότι οι ξένοι μας υποδεικνύουν αυτοί συνεχώς τι πρέπει να κάνουμε; Μήπως τελικά οι ξένοι γνωρίζουν καλύτερα από εμάς τι μας ταιριάζει; Ή μήπως επωφελούνται από τη σύγχυση και την απραξία μας; Μήπως και τα δύο; Και πόσα «τρένα» έχουμε χάσει έτσι όταν οι άλλοι προχωρούν με άλματα;