Πριν από ακριβώς πενήντα χρονια, η “Ερυθρά Κίνα” βρισκόταν σε σκληρή σύγκρουση όχι με το “προπύργιο του καπιταλισμού”, τις ΗΠΑ, με τις οποίες άλλωστε δεν είχε καμία διπλωματική επαφή, αλλά με την πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ η οποία κατηγορούσε το Πεκίνο του Μάο για χιλίαδες παραβιάσεις των σοβιετικών συνόρων ετησίως.

Σήμερα, δεν υπάρχει ΕΣΣΔ, αλλά ούτε και “Ερυθρά” Κίνα: η πρώτη έχει μοιραστεί στη Ρωσία και στα λοιπά κράτη με την Ουκρανία να είναι ένα μεγάλο ανοικτό διεθνές ζήτημα – κάτι που έφερε τη Μόσχα και το Πεκίνο πάρα πολυ κοντά, ενώ, η δεύτερη, αποτελεί τον μεγαλύτερο και πιο περιζήτητο παγκόσμιο επενδυτή.

Είναι σαφές ότι ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά και ότι θα συνεχίσει να αλλάζει μέχρι τη διαμόρφωση μίας νέας ισορροπίας που θα κρατήσει κι αυτή όσες δεκαετίες κρατήσει και η οποία σήμερα διαμορφώνεται.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επίσκεψη του πρωθυπουργού της Κίνας στην Αθήνα, οι συμφωνίες που υπέγραψε και το ενδιαφέρον που εκφράζει για την Ελλάδα μπορεί να αποδειχθούν ένα είδος εξαιρετικά ευπρόσδεκτου “από μηχανής”, εν προκειμένω “από Ανατολής” θεού για την Ελλάδα.

Οι κινέζοι βλέπουν στην Ελλάδα τον πρώτο σταθμό των προιόντων τους προς την Ευρώπη. Αυτό σημαίνει επενδύσεις, δουλειές, ανάπτυξη, σύγχρονα δίκτυα υποδομών. Σημαίνει ότι για μία ακόμα φορά, η Ελλάδα κεφαλαιοποιεί τη μοναδική γεωγραφική της θέση, η οποία πάντοτε στην ιστορία υπήρξε η “ευχή” ή η “κατάρα” της – τώρα, φαίνεται ότι εισερχόμαστε επιτέλους στη φάση της “ευχής”…

Γι αυτόο το λόγο άλλωστε η Κίνα στήριξε αποφασιστικά την Ελλάδα με σκληρή παρέμβαση προς το Βερολίνο όταν η γερμανική κυβέρνηση φλέρταρε με την εξόντωση της Ελλάδας: επιστρέφοντας από το Πεκίνο όπου της έγινε σαφές ότι μία ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ενοχλούσε πάρα πολύ την Κίνα για τους δικούς της λόγους, η γερμανίδα καγκελάριος ήρθε τότε, δέκα ημέρες αργότερα, στην Αθήνα…

Το συμπέρασμα είναι ένα: η συνεργασία της Ελλάδας με την Κίνα έχει πλέον λάβει στρατηγικό χαρακτήρα και πρέπει να εμβαθυνθεί, να “απλωθεί” και να επιταχυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Είναι μία συνεργασία με εντονότατα τα θετικά στοιχεία και ουσιαστικά τίποτε το αρνητικό (τα χαρακτηριστικά της είναι οικονομικά και όχι γεωπολιτικά) και συνεπώς μπορεί να βοηθήσει πολύ αποτελεσματικά τη χώρα χωρίς να προκαλέσει, δικαιολογημένα τουλάχιστον, προβλήματα.

Αρκεί όμως να μην υπάρξει εδώ το γνωστό ελληνικό φαινόμενο που το είδαμε να εμφανίζεται λ.χ. και στις σχέσεις με το Κατάρ, αλλά και άλλες χώρες με τις οποίες δεν μας συνδέουν μόνον οικονομικοί αλλά και γεωπολιτικοί δεσμοί: να μην την αφήσουμε στη μέση…