Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια, στις 19 Ιουνίου 2000 και έπειτα από μία μακρά κι επίπονη διαδικασία, η Ελλάδα υπέγραφε τελικά την ένταξή της στην ΟΝΕ, ενάμιση χρόνο πριν το “κοινό” (το de facto γερμανικό) νόμισμα τεθεί σε κυκλοφορία αντικαθιστώντας σειρά εθνικών νομισμάτων ευρωπαϊκών κρατών, ανάμεσά τους και τη δραχμή.

Για τους περισσότερους Ελληνες, εκείνη η ημέρα ήταν ημέρα ευτυχής. Τα ποσοστά αποδοχής της Ε.Ε. καθώς και του νέου “κοινού” νομίσματος στην ελληνική γνώμη ήταν ανάμεσα στα πιο υψηλά μεταξύ όλων των χωρών της νεαρής ευρωζώνης. Υπήρχαν και κάποιοι που εξέφραζαν ανησυχίες, αλλά αποτελούσαν σαφώς τη μειοψηφία. Σήμερα, 14 χρόνια μετά από εκείνη την υπογραφή, είναι ακριβώς αντίστροφα, ανεξάρτητα από το αν μπορεί ή δεν μπορεί, πρέπει ή δεν πρέπει η Ελλάδα να επιστρέψει ή όχι σε εθνικό νόμισμα.

Δεν είναι πλέον απλό να επιχειρήσει να αξιολογήσει κανείς με ξεκάθαρα τελεσίδικο τρόπο το αποτέλεσμα της ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Σίγουρα όμως εκ των πραγμάτων πια, έχει καταστεί σαφές ότι είναι εκτός πραγματικότητας να υποστηρίξει ότι εκείνη η αισιοδοξία δικαιώθηκε και ότι αυτή ήταν μία αναμφισβήτητα ορθή επιλογή για τη χώρα.

Αν μιλήσει κανείς με πραγματικούς κι όχι με ψυχολογικούς όρους, είναι δύσκολο να βρει εκείνα τα κεντρικής σημασίας θετικά που δικαιώνουν εκείνη την πολιτική, η οποία πάντως υπήρξε περίπου ομόφωνη.

Ομως, αμέσως μετά την ένταξη στην ΟΝΕ το κόστος ζωής στην Ελλάδα αυξήθηκε δραματικά μέσα σε μία νύχτα, ενώ το “εύκολο χρήμα” που εισέρρευσε στη χώρα με τη μορφή δυνατότητας ιδιωτικού και δημόσιου δανεισμού χωρίς όρια, δεν είχε προηγούμενο. Επίσης, την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχανε τελεσίδικα κάθε ίχνος της ήδη έτσι κι αλλιώς αδύναμης ανταγωνιστικότητάς της, ενώ αυτός ακριβώς ο υπερδανεισμός, που δεν θα ήταν δυνατός με εθνικό νόμισμα, υπονόμευε τη χώρα – όχι φυσικά “μόνος του”, αλλά με ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών της που οδήγησαν να απογειωθεί.

Τελικά, το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι ότι με την ένταξη στο ευρώ η Ελλάδα δεν κέρδισε πράγματι σημαντικά ενώ έχασε πολλά. Εχει κανείς συνειδητοποιήσει ότι μία τόσο “επαρχιακή” και όχι “πρώτης γραμμής” οικονομία έχει ένα νόμισμα πιο ακριβό από το αμερικανικό δολάριο ή το ελβετικό φράγκο και το τι αυτό τελικά σημαίνει;

Μήπως θα ήταν πιο λογικό για την Ελλάδα να μην περάσει όλη αυτή την περιπέτεια που από την πρώτη μέρα πήγε στραβά με τα “πειραγμένα” στοιχεία ένταξης και να είχε παραμείνει στο δικό της νόμισμα; Πόσο πιο ισχυρή και ανταγωνιστική θα ήταν σήμερα, χωρίς να είχε χάσει ουσιαστικά κανένα από τα πλεονεκτήματα της ευρωπαϊκής της ένταξης;

Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα δεν προσφέρεται καθόλου για εύκολους κομματικούς ή άλλους συναφείς προπαγανδιστικούς αφορισμούς, αλλά μόνον για γαλήνια, πικρή αναδρομή και ενδοσκόπηση…