Τα αποτελέσματα των τελευταίων ευρωεκλογών έδωσαν ένα σαφές μήνυμα. Παρά τις διαφορές τους, τα κόμματα της εθνικιστικής, ευρωσκεπτικιστικής και νέας ευρωπαϊκής ακροδεξιάς κατάφεραν σε ορισμένες χώρες να κερδίσουν αξιοσημείωτα εκλογικά ποσοστά (ενδεικτικά αναφέρουμε το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο με ποσοστό κοντά στο 25%, το Κόμμα του Λαού της Δανίας κοντά στο 27%, το αυστριακό FPӦ κοντά στο 20%, το βρετανικό UKIP λίγο κάτω από το 27%, το Κίνημα του Μπ. Γκρίλο με ποσοστό 21%), κάτι το οποίο υποδηλώνει την επιτυχία τους να «πείσουν» μεγάλο κομμάτι των εθνικών τους ακροατηρίων για την «αντισυστημικότητά» τους. Λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες επιστημονικές προσεγγίσεις του ακροδεξιού λαϊκισμού που αποδίδουν την «ακροδεξιά επέλαση» σχεδόν αποκλειστικά στην οικονομική κρίση, ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολεί ερευνητές του ακροδεξιού φαινομένου είναι γιατί η οικονομική ανασφάλεια και αγανάκτηση των λαϊκών στρωμάτων δεν κατευθύνθηκε στην ριζοσπαστική ή και αντικαπιταλιστική αριστερά, με τον αντικαπιταλισμό ιδρυτικά εγγεγραμμένο στην ιδεολογική της ταυτότητα, παρά εκφράστηκε από τα κόμματα του εθνικιστικού και ακροδεξιού χώρου.

Πολλές απόπειρες ερμηνείας αυτού του φαινομένου γίνονται, την ίδια ώρα που το μεγαλύτερο κομμάτι της αριστεράς προσπαθεί να εντείνει τον λεγόμενο «αντιφασιστικό αγώνα». Εχουμε όμως εδώ να κάνουμε πράγματι με φασισμό; Αν εξαιρέσουμε κυρίως τις περιπτώσεις των εξτρεμιστικών κομμάτων της «Χρυσής Αυγής» και του ουγγρικού «Jobbik», η νέα ευρωπαϊκή ακροδεξιά δεν αναγνωρίζεται στο ιστορικό φασιστικό παράδειγμα του μεσοπολέμου, τα βασικά στοιχεία του οποίου ήταν η απόλυτη απόρριψη του κοινοβουλευτισμού, ο κοινωνικός δαρβινισμός και όλη η στρατοπεδική κουλτούρα η οποία προέκυψε μέσα από τα συντρίμμια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, η νέα ακδροδεξιά, αν και δεν απειλεί ευθέως τον κοινοβουλευτισμό, μπορεί να περιφρονεί τη δημοκρατία και να είναι αυταρχική. Ειδικότερα διακρίνεται από μια φυσιογνωμία με κύρια σημεία της τον αντιμεταναστευτισμό, τον σοβινιστικό εθνικισμό και τον πολιτισμικό ρατσισμό, την ξενοφοβία, την ισλαμοφοβία και τον αντιευρωπαϊσμό. Και όλα αυτά, σε μία περίοδο, όπου η έξαρση των αντισημιτικών επιθέσεων δεν μπορεί παρά να δημιουργεί επιπλέον λόγους ανησυχίας.

Επιχειρώντας να ερμηνεύσουν τα αίτια της ανόδου της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, ορισμένοι προτάσσουν ως επιχείρημα τη λεγόμενη «δεξιοποίηση της δεξιάς». Αυτή η ερμηνεία παραπέμπει στην αντίληψη ότι υπάρχει σήμερα πανευρωπαϊκά η τάση να «μολύνεται» τόσο η «κλασική» δεξιά καθώς και ένα μέρος της σοσιαλ-φιλελεύθερης αριστεράς από ακροδεξιές ιδέες, η κυριαρχία των οποίων προσβάλλει κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα, «δεξιοποιώντας» την πολιτική ατζέντα εν γένει. Όσοι υιοθετούν αυτήν την οπτική επικαλούνται με σθένος το παράδειγμα της σαρκοζικής οικειοποίησης πολιτικών σχετικά με τη μετανάστευση, πολιτικών που παραδοσιακά ανήκαν στο Εθνικό Μέτωπο, υποστηρίζοντας ότι ήταν η ίδια η πολιτική στάση της δεξιάς που «δεξιοποιήθηκε» τόσο, ώστε να προσφεύγει σε έναν κάποιο ακροδεξιό «μιμητισμό», αποστιγματίζοντας με τον τρόπο αυτό ζητήματα που εγγράφονταν ανέκαθεν στην ακροδεξιά προβληματική και, συνεπώς, νομιμοποιώντας τα ως κοινότοπα στη συνείδηση του εκλογικού σώματος.

Αν αυτή είναι μία αριστερή διάγνωση για την ακροδεξιά ασθένεια της Ευρώπης, μία άλλη διάγνωση αναφέρεται στην ίδια την στάση της αριστεράς και τον τρόπο που προσπαθεί να «απαντήσει» στο αρχικό ερώτημα: γιατί δεν καρπώνεται η ίδια τα οφέλη της κοινωνικής δυσφορίας και δυσπιστίας έναντι των ελίτ; Σύμφωνα με αυτήν την δεύτερη προσέγγιση, η οποία ασκεί κριτική στην αριστερά για το περιεχόμενο του μέχρι τώρα «αναποτελεσματικού» αντι-ακροδεξιού αγώνα της, οι αιτίες του ακροδεξιού φαινομένου δεν είναι τόσο ή μόνο «οικονομικές». Για παράδειγμα, σε χώρες όπου δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οικονομικά προβλήματα και σκληρές ταξικές συγκρούσεις (Νορβηγία, Ελβετία), ακροδεξιά κόμματα είναι όχι μόνον υπαρκτά αλλά και κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Επομένως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, εκτός της οικονομίας που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Σύμφωνα πάντα με αυτήν την προσέγγιση, η μετανάστευση προσλαμβάνεται από μερίδες των λαϊκών τάξεων, και εργαλειοποιείται από τα ακροδεξιά κινήματα, και ως «πολιτισμική απειλή». Με άλλα λόγια, το άνοιγμα των συνόρων και η «μαζική είσοδος» μεταναστών δημιουργούν, σύμφωνα με την άποψη αυτή, τις προϋποθέσεις της κατασκευής μιας «διπλής απειλής»: δεν είναι μόνον οικονομική («κατάληψη από τους ξένους των λιγοστών θέσεων απασχόλησης»), αλλά και πολιτισμική «απειλή», δηλαδή «προσβολή», «αλλοίωση» του τρόπου ζωής, των εθίμων, των παραδόσεων κλπ. Συνεπώς, μπροστά στον «νέο κίνδυνο» που «απειλεί» πλέον την ίδια την «ταυτότητα» των «γηγενών», η ευρωπαϊκή ακροδεξιά φαίνεται να αποτελεί μία πρακτική «προσφορά», αφού το σύνθημα «πρώτα οι εθνικοί» θεωρείται ότι διασφαλίζει και την διατήρηση των «αυτόχθονων αξιών».

Η πολιτική επιστήμονας Κάθριν Φιεσκί (Catherine Fieschi) υποστηρίζει σχετικά ότι το να διαχωρίζεται η οικονομική από την πολιτισμική διάσταση οδηγεί την αριστερά στο να αγνοεί το «πολιτισμικό άγχος» εκείνων των πολιτών που θεωρούν ότι «απειλούνται». Είναι ακριβώς μέσα από την ανάμιξη των δύο αυτών παραγόντων που ανασυγκροτούνται και ανασημασιοδοτούνται οι κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες στον λόγο της νέας άκρας δεξιάς μεταφράζονται με όρους «ταυτότητας». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πολιτικός επιστήμονας Λωράν Μπουβέ (Laurent Bouvet) θα κάνει λόγο για το αίσθημα της «πολιτισμικής ανασφάλειας» που πλήττει το λαϊκό ακροατήριο των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη.

Το ζήτημα μιας μυθικά απειλούμενης «ταυτότητας» φαίνεται να αποτελεί βασική διάσταση των σημερινών νεολαϊκιστικών ακροδεξιών κινημάτων, που σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις μπορούμε να τα ταξινομήσουμε ως εθνικο-λαϊκιστικά. Συνεπώς, μία σφαιρική προσέγγιση του φαινομένου που, χωρίς να παραγνωρίζει την επικινδυνότητά του, δεν θα το ανάγει σε μία και μόνον αιτία, ίσως αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο για την κατανόησή του και την αντιμετώπισή του.

· Η Αναστασία Ε. Ηλιαδέλη είναι πολιτική επιστήμονας, υποψ. Διδάκτωρ Συγκριτικής Πολιτικής στο ΑΠΘ, υπότροφος ΙΠΕΠ.