Πρόκειται για αντιφώνηση στην προειδοποιητική και επίσημη απόφαση του γενναιόδωρου ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ να τιμήσει το συνολικό έργο μου ως φιλολόγου και γενικότερα την προσφορά μου στα ελληνικά γράμματα. Το επόμενο κείμενο αντιγράφει όσα περί φιλόλογου αναγνώστη ακούστηκαν από μέρους μου στην τελετή απόδοσης των λογοτεχνικών βραβείων της χρονιάς, το βράδυ της περασμένης Πέμπτης (5/6) στο φιλόξενο Μέγαρο Μουσικής. Επί λέξει:
Προηγείται ένα θερμό ευχαριστώ για την τιμητική αυτή διάκριση –για να είμαι ειλικρινής, δεν την περίμενα. Επεται η ομολογία πρόδηλης αμηχανίας, που τη μετριάζει ευτυχώς μια απρόβλεπτη εκφραστική σύμπτωση, η οποία εντοπίζεται εύκολα σε δύο κρίσιμα σημεία της τιμητικής απόφασης.
Το ένα παραπέμπει στον φιλόξενο νοικοκύρη που επονομάζεται εδώ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ. Το άλλο στον καλεσμένο που ορίζεται στην τιμητική προειδοποίηση φιλόλογος. Ευνοείται έτσι η σύζευξη των δύο όρων στο ζεύγος «αναγνώστης φιλόλογος» και «φιλόλογος αναγνώστης», που εξυπακούει τη διαμεσολάβηση αμοιβαίας φιλότητας. Μιλάμε για σπάνια πια αρετή στις μέρες μας, στην οποία ωστόσο υπολογίζει η φιλολογική ανάγνωση της γραφής, που χρόνια τώρα υπερασπίζομαι.
Οι τέσσερις προηγούμενες λέξεις (αναγνώστης, ανάγνωση, φιλόλογος, φιλότης) έχουν αρχαία καταγωγή: ομηρική η φιλότητα, αριστοτελική ο φιλόλογος και η φιλολογία, ελληνιστική η ανάγνωση και ο αναγνώστης. Ενα μικρό σκάνδαλο: απουσιάζει ομόρριζο νεοελληνικό ρήμα που να ανταποκρίνεται επακριβώς στο αρχαιοελληνικό αναγιγνώσκω. Αντ’ αυτού πλεονάζει το ρήμα διαβάζω, με τα δικά του παράγωγα. Από την άποψη αυτή η ανάγνωση παραμένει ρηματικά ορφανή. Εκτός αν εξισώσουμε το αρχαίο αναγιγνώσκω με το νεοελληνικό αναγνωρίζω –εξίσωση θεμιτή αλλά όχι υποχρεωτική.
Δεν προτείνω βέβαια να εξοριστεί το οικείο ρήμα διαβάζω, που προέκυψε από το αρχαίο διαβιβάζω, με ωραίο παράγωγο τη διάβαση, ισοδύναμη με το διάβασμα, που ο Σεφέρης, αν δεν σφάλλομαι, τη μετέτρεψε ευφυώς σε περιδιάβαση. Στο σημείο αυτό μια φυγόκεντρη, αλλά ωφέλιμη ίσως παρένθεση. Ανάγνωση και διάβασμα (άλλως πως διάβαση), υπονοούν δύο διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης ενός λογοτεχνικού κειμένου: η ανάγνωση απαιτεί κάθετη προσήλωση, το διάβασμα προκρίνει οριζόντια διάβαση: συστηματική μέθοδος η πρώτη, χαλαρή και απολαυστική η δεύτερη, συμπληρώνουν καλά η μία την άλλη. Ειρωνικό παράδειγμα ομοιότητας και διαφοράς των δύο όρων αποτελεί το καβαφικό ποίημα «ΗΛΘΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙ».

Παραθέτω τους πρώτους πέντε στίχους του:

Ηλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά / δυο τρία βιβλία∙ ιστορικοί και ποιηταί. /
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά, / και τα παραίτησε. Στον καναπέ / μισοκοιμάται. Ανήκει πλήρως στα βιβλία -.
Ξαναγυρίζω τώρα στον βασικό όρο «ανάγνωση», ως συνέταιρο πια της γραφής, με την οποία συχνά-πυκνά ζευγαρώνει, σχηματίζοντας το ζεύγος «γραφή και ανάγνωση». Οσοι με ξέρουν, θα θυμούνται ίσως ότι συνέπραξα κι εγώ σ’ αυτό το ζευγάρωμα από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μιλώντας και γράφοντας ως αμετανόητος μαθητευόμενος-δάσκαλος. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ανάγνωση δεν παράγεται μόνον από τη γραφή αλλά και παράγει γραφή.
Ο καλύτερος ασκητής της προκείμενης συνουσίας είναι ένας προδρομικός «ποιητής-αναγνώστης», που ακούει στο όνομα Κ. Π. Καβάφης. Τα αποδεικτικά παραδείγματα είναι πολλά και καλύπτουν τη μισή τουλάχιστον ποίησή του. Κορυφαίο ωστόσο υπόδειγμα παραμένει το ποίημα «Εν τω μηνί Αθύρ», που ο ίδιος το θεωρούσε το καλύτερο της ποιητικής του περιπέτειας.
Το ποίημα εμφανίζεται ως ανάγνωση μιας φθαρμένης επιτάφιας επιγραφής, η οποία ωστόσο είναι πλαστή, ακριβέστερα επινοημένη. Την επινοεί και τη μεταγράφει (με σήματα μάλιστα της παλαιογραφίας) ένας αναγνώστης ποιητής που διαβάζει και συνάμα σχολιάζει (θα έλεγα: μεταφράζει) τα κρίσιμα (καβαφικά) σημεία της. Ετσι προκύπτει το σπαραγμένο αυτό αριστούργημα, όπου γραφή και ανάγνωση τελικώς ταυτίζονται, με τη διαμεσολάβηση μιας φιλικής μετάφρασης. Το παραθέτω, ελπίζοντας ότι, ανεπαισθήτως έστω, το ποίημα ακούγεται. Προηγείται μεγαλογράμματος ο τίτλος ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ. Επεται το κείμενο:

Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία. / «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ενα «Ψυ[χ]ήν διακρίνω. / «Εν τω μη[νί] Αθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη». / Στη μνεία της ηλικίας «Εβί[ωσ]εν ετών», / το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη. / Μες στα φθαρμένα βλέπω «Αυτό[ν] Αλεξανδρέα». / Μετά έχει τρεις γραμμές… πολύ ακρωτηριασμένες∙ / μα κάτι λέξεις βγάζω –σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην», / κατόπιν πάλι «δάκρυα» και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος». / Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη. / Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ