Εχω μεγάλο θαυμασμό για τα ελαττώματά του. Πάντα τον θαύμαζα που αυτός, ο σπουδαίος, έγραφε τραγούδια και τραγουδάκια για το χατίρι ενός λαού που ακόμη δεν ξέρει αν τον αγαπά ή τον σιχαίνεται. Τον θαύμαζα –και τον θαυμάζω –γιατί από τα χαρακτηριστικά της φυλής διάλεξε να κάνει δικά του όλα μας τα κουσούρια: τη ραθυμία, τη φλυαρία, την αυταρέσκεια, τη φιληδονία. Μ’ αρέσει γιατί είναι επιθετικός χωρίς κακία και απλώνει το κεντρί του επί δικαίους και αδίκους με οδηγό το ένα, μοναδικό και αμάχητο δικό του κριτήριο. Τον θαυμάζω που μια ολόκληρη ζωή τα κατάφερε να μην πάει ποτέ στα ραντεβού του. Τον θαυμάζω που αυτός, ο φιλάρεσκος σαν γυναίκα, έμεινε κοντά τριάντα χρόνια με σπασμένα τα μπροστινά του δόντια, προκλητικός και σ’ αυτό, χωρίς λόγο, έτσι γιατί βαριόταν να καθήσει με ανοιχτό το στόμα στην καρέκλα του οδοντογιατρού. Μ’ αρέσει γιατί μιλάει με το «γο» ο δάσκαλος ηθοποιών και τραγουδιστών. Μ’ αρέσει ακόμη που χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες: στους φίλους του και στους «άλλους». Και ακόμη που αγαπούσε τον Καραμανλή όταν όλοι τον μισούσαμε. Που εξευτελίζει την πολυμιλημένη πολιτική συνείδηση του Ρωμιού δηλώνοντας με αφοπλιστική αθωότητα «δεξιός». Μ’ αρέσει ακόμα γιατί λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη χωρίς κανένας να τον ρωτήσει, έτσι, από αντριλίκι και από αγάπη γι’ αυτή την κοινωνία, που δεν μπορεί να την τινάξει από πάνω του. Μ’ αρέσει και για την αισιοδοξία του και για τη χωρίς όρια αντοχή του και για τον ισπανό κονκισταδόρ που σέρνει μέσα του.
Αγαπητέ μου Μάνο, να που μεγαλώσαμε κι εμείς επιτέλους. Και να μας τώρα με τη ρετσινιά του κατεστημένου στην πλάτη, με τα φιλύποπτα μάτια των πιτσιρίκων να μας ξεγυμνώνουν αμείλικτα, με τις προσκλήσεις για δείπνα και για πρεμιέρες να μαζεύονται σωρός κάτω από την πόρτα. Κι όμως, εμείς είμαστε πάντοτε εμείς. Κι εσύ είσαι 20 χρόνων και 60 χρόνων, έφηβος και σοφός μαζί, μισός άνθρωπος και μισός ψάρι, μισός γυναίκα και μισός άντρας, σειρήνα του μύθου που πλανιέται σε θάλασσες χωρίς σύνορα, διαβατήρια, βίζες, συνάλλαγμα, με την πονηρή ερώτηση στο στόμα: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;». Και η φοβερή ουρά ταράζει τα νερά –κι όποιος γλιτώσει γλίτωσε.
Χαζεύω τους επιγόνους, Μάνο, και με πιάνει μια κράμπα στο στομάχι. Αθώοι άραγε ή πονηροί; Ροκανίζουν σαν ποντικοί ό,τι βρουν μπροστά τους, συστηματικοί, ανθεκτικοί, πεισματάρηδες, προχωράνε αφήνοντας πίσω τους τα κατάλοιπα της πέψης τους, καμαρωτοί και ανυποψίαστοι. Και λέω πως μπορεί να ‘ναι η ισορροπία της φύσης αυτή, κι εσύ, Μάνο μου, το τέρας, να ‘σαι μέρος της ίδιας ισορροπίας, ένας κάθε εκατό χρόνια, δέντρο μπαομπάμπ, που κάπου διάβασα πως εξήντα άντρες πιασμένοι χέρι-χέρι γύρω του ίσα-ίσα που το αγκαλιάζουν. Κι άδικα αγωνίζεσαι να τον πετάξεις από πάνω σου αυτόν τον λαό -θυμήσου πόσο αγωνίστηκες να τον κερδίσεις -, τον έφαγες με το κουτάλι, σ’ έφαγε κι αυτός όσο μπόρεσε, χαλάλι του. Και τα καλά και τα κακά τ’ άλεσε η μυλόπετρα του χρόνου, κι είμαστε νομίζω τυχεροί που ζήσαμε έτσι που ζήσαμε. Και τώρα ζούμε, ρίξε μια ματιά γύρω σου, στους ζωντανούς που δεν ζουν, και φτύσε τον κόρφο σου να μη βασκαθείς, τόσα χρόνια ολόρθος, ψηλός δυο μέτρα και παραπάνω.
Θυμάμαι τη ζωή μου με τον Χατζιδάκι και γεμίζει με μουσικές το μυαλό μου. Αχόρταγος ο ίδιος, ακτινοβολούσε εκείνη τη λαιμαργία για ζωή που ήταν κολλητική και για τους άλλους, τους πιο συμμαζεμένους. Ανοιγε δρόμο σε χώρους απάτητους και, όπως όλα ήταν καινούργια τότε, εμείς χαζεύαμε μαζί του και αυτός μας έσερνε να μας δείξει το κουτούκι όπου κάποιος Μάρκος έπαιζε μπουζούκι ή το πιο μικρό σκοτεινό θεατράκι της πλατείας Καρύτση όπου ο «Κάρολο» ανέβαζε κάποιον Ο’ Νιλ, κάποιον Τενεσί Γουίλιαμς, κάποιον Λόρκα. Πρωτοπήγαμε και στην Επίδαυρο μαζί του και στους Δελφούς. Ανακαλύψαμε και τον Αριστοφάνη και τον Καραγκιόζη. Και κάθε μέρα ήταν πανηγύρι καθώς έμοιαζαν ατέλειωτα τα θαύματα του κόσμου που έφταναν σιγά-σιγά ως τη ματωμένη από τον Εμφύλιο πατρίδα, τη βουβαμένη απ’ την τρομάρα που οι νικητές σκορπάγανε γύρω τους. Κι εμείς αντισηκώναμε μουσικές και διαβάσματα και κουβέντες ατέλειωτες στην τρομοκρατία του χωροφύλακα και του λογοκριτή και στήναμε με πείσμα και με πονηριές τον δικό μας καινούργιο κόσμο κάτω από το αιμοβόρο βλέμμα του κράτους. Λέω «εμείς» γιατί τότε ο Χατζιδάκις ήταν ΕΑΜίτης.
Καλοκαίρι του ’51. Εγώ στο Μακρονήσι, ο Μάνος έκανε πρόβες στο θέατρο «Ρεξ» τον «Μεγαλέξανδρο και το καταραμένο φίδι», χορόδραμα εντέχνως λαϊκό, όπου η συνεργασία Ραλλούς Μάνου, Χατζηκυριάκου-Γκίκα και Μάνου Χατζιδάκι έμελλε να ανοίξει πρωτοφανέρωτους δρόμους στον επαρχιώτικο χώρο του θεάματος στην Ελλάδα. Με χίλια βάσανα πήρα άδεια να κατέβω για μία μέρα στην Αθήνα, με αντάλλαγμα δύο τόνους τσιμέντο που θα κουβάλαγα στον γυρισμό μου, προσφορά στην καλοστημένη κομπίνα που τάιζε τους αξιωματικούς και γέμιζε τον ξερόβραχο με έργα εξαπάτησης και πολιτισμού: εκκλησίες, θέατρα, συρματοπλέγματα κ.ά. Η θάλασσσα φουρτουνιασμένη και το καΐκι δεν τολμούσε να ξεμυτίσει. Με τα πολλά φτάνουμε βράδυ στο Λαύριο, μουσκεμένοι ως το κόκαλο, κι από ‘κεί, καβάλα στην καρότσα ενός φορτηγού, φτάνω στην Αθήνα, στην Πανεπιστημίου, στο Ρεξ, χιμάω στις έρημες σκάλες, οι ήχοι από τη μουσική του Μάνου ξεχύνονταν παντού. Βρίσκω πέρασμα ανάμεσα από τις βελούδινες κουρτίνες και εκεί όρθιος, βρεγμένος, βρώμικος και εκστατικός, ρουφάω και δεν χορταίνω. Η φωτισμένη σκηνή, το λαμπερό σκηνικό του Γκίκα και τα κορίτσια της Ραλλούς να σείονται και να λυγίζουν σ’ εκείνο το θαυμαστό τσιφτετέλι της Βεζιροπούλας. Πόσο κράτησε εκείνη η έκσταση; Μια στιγμή… Μια ώρα… Εγώ εκεί, χαζεμένος, με το στρατόπεδο του Μακρονησιού κολλημένο ακόμη πάνω μου, με την εκτυφλωτική σκηνή μπροστά μου, δυο κόσμοι τρελοί, σχιζοφρενικοί, δυο αλήθειες όμως, και τις ήθελα και τις δυο.
Πολλά χρόνια αργότερα, φυγάδας της χούντας των πιθήκων, βρέθηκα να τρέχω με αυτοκίνητο στον δρόμο Παρίσι – Βρυξέλλες. Πάλι ο Μάνος με τράβαγε σαν μαγνήτης. Ηταν η παράσταση με τους «Ορνιθες» που ο Μορίς Μπεζάρ ανέβαζε στο Βέλγιο. Φτάνω στο θέατρο αφού η παράσταση είχε αρχίσει. Σπρώχνω τον χρυσοφορεμένο θυρωρό που δεν μ’ άφηνε να μπω, παραμερίζω τις ταξιθέτριες που μου έκοβαν τον δρόμο και χώνομαι πάλι ανάμεσα σε βελούδινες κουρτίνες και μέσα εκεί, όρθιος για δύο ώρες, μαγεμένος πάλι από τον Μάνο, μίσησα τη βία και τους βιαστές όσο δεν τους είχα μισήσει ποτέ στη ζωή μου. Κι ακόμα τους μισώ.
Σκέφτομαι τώρα πως κάποια χρονιά, διακόσια χρόνια πριν, έτρεχα πάλι καβάλα σ’ ένα σαράβαλο τζιπ για τη Θεσσαλονίκη. Ο δρόμος άθλιος και μια βροχή πηχτή που δεν έλεγε να σταματήσει. Κι ο Μάνος είχε γράψει τη μουσική για μια τριλογία «Αγαμέμνονας», «Χοηφόρες» και δεν θυμάμαι τι άλλο που η Κοτοπούλη ανέβαζε στη Θεσσαλονίκη. Κοντά δέκα ώρες ταξίδι χωρίς ανάσα, φυλακισμένος μέσα στα σίδερα που τρίζανε και μπάζανε βροχή από παντού. Φτάνω με την ψυχή στο στόμα στο θέατρο για να ακούσω τα χειροκροτήματα του κόσμου. Το έργο είχε μόλις τελειώσει.
Μάνο μου, σε κυνήγησα μια ζωή, ταπεινός ακροατής της μουσικής σου, και είμαι τυχερός που ήσουν εσύ ο παιδικός μου φίλος, κι ας μην ήμασταν παιδιά ούτε τότε. Μα και τώρα τυχερός είμαι που ξετυλίγω το κουβάρι από τόσων χρόνων ζωή κι εσύ κάπου είσαι και τώρα, ίδιος όπως και τότε, γελαστός ακόμη, με κάμποσα χαπάκια στην τσέπη για το ζάχαρο και το κυκλοφορικό και την πίεση… Ξέρεις…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ