«Ο Θεός είναι Μπραζιλέιρο». Αυτό λένε οι Βραζιλιάνοι στα γήπεδα, εννοώντας φυσικά τους εαυτούς τους. Λίγες ώρες όμως πριν από το εναρκτήριο σφύριγμα του Μουντιάλ στο Σαν Πάολο, η θεία Χάρη του φαίνεται να τους εγκαταλείπει. Η Βραζιλία μοιάζει με καταραμένη χώρα. Οι διαδηλώσεις εναντίον της προέδρου Ντίλμα Ρουσέλφ παίρνουν εκρηκτική μορφή. Και δεν αποκλείεται να μετατραπούν σε γενική εξέγερση, αν η βραζιλιάνικη Εθνική, η Σελεσάο, δεν τα πάει καλά στο παγκόσμιο πρωτάθλημα.

Τυχόν αποκλεισμός της από τον τελικό, λένε οι αναλυτές, θα μετατρέψει τη χώρα σε αιματηρό πεδίο μάχης, με αποτέλεσμα τη διακοπή του Μουντιάλ. Το υπόλοιπο θα είναι έργο του Διαβόλου: Ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που θα ξαναφέρει τους στρατηγούς στην εξουσία.

Λόγω κι αυτής της τραγικής προοπτικής, το φετινό Μουντιάλ είναι το πιο πολιτικοποιημένο της ιστορίας. Η πολιτική παίζει στη δημοσιότητα περισσότερη «μπάλα» από τους παίκτες – ενισχύοντας την παλιά προκατάληψη, ότι το ποδόσφαιρο είναι από τη φύση του πολιτικό.

Δεν είναι όμως. Η μπάλα, όπως και κάθε άλλο σπορ, είναι απολίτικη. Από την άλλη βέβαια έχει τεράστια πολιτιστική αξία.

Το ποδόσφαιρο, λέει ο κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας, συμβάλει ουσιαστικά στον εκπολιτισμό του ανθρώπου. «Το ποδόσφαιρο μας επιτρέπει να πάρουμε μέρος σε αγώνες, που προκαλούν χαρά και απόλαυση, χωρίς οι παίκτες να εκτίθενται πραγματικά σε κίνδυνο» γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «Σπορ και ένταση στη διαδικασία του εκπολιτισμού». «Αυτό έχει καθαρτική επενέργεια. Παρά τα όποια βίαια επεισόδια, το ποδόσφαιρο είναι ιδιαίτερα πολιτισμένος τρόπος για την απόλαυση ενός αγώνα. Η μπάλα, όπως και η επίσκεψη μιας ντίσκο, όλες αυτές οι μιμητικές διεγέρσεις έχουν ένα λυτρωτικό, καθαρτικό αποτέλεσμα. Το ποδόσφαιρο δεν συνιστά λούσο, αλλά αναγκαίο όρο ζωής με όλο και μεγαλύτερη σημασία στη σημερινή κοινωνία».

«Το σπορ εμφανίσθηκε ιστορικά, όταν από τα παιχνίδια της ζωής και του θανάτου αφαιρέθηκε ο θάνατος» συμφωνεί και επαυξάνει ο φιλόσοφος Γκούντερ Γκεμπάουερ. Ο πόλεμος γίνεται κατά αυτό τον τρόπο παιχνίδι, ο πολεμιστής παίκτης, το πεδίο μάχης χώρος παιδιών.

Η πολιτική αγγίζει τη μπάλα μόνο από τη στιγμή που η οργάνωση και η λειτουργία των ομάδων σε διάφορα επίπεδα (εθνικές και διεθνείς ομοσπονδίες, πρωταθλήματα, επιδοτήσεις, κλπ.) πρέπει να ρυθμιστούν και νομοθετικά. Το «άγγιγμα» αυτό είναι αναπόφευκτο. Όλα τα άλλα είδη πολιτικοποίησης όμως, όπως η διαπλοκή ποδοσφαιρικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, η διεξαγωγή του Μουντιάλ σε χώρες με δικτατορικά καθεστώτα, όπως στο παρελθόν στην Αργεντινή και μελλοντικά στο Κατάρ, ή το «μεγάλο φαγοπότι» των εργολάβων και των πολυεθνικών, όπως σήμερα στη Βραζιλία, είναι εκ του πονηρού.

Γι αυτό και η υπεράσπιση του απολίτικου χαρακτήρα του ποδοσφαίρου, που συμπίπτει με την πολιτιστική του αξία, αποτελεί ύψιστο πολιτικό καθήκον. Στην αξία αυτή συμπεριλαμβάνονται, όπως είχε γράψει παλιότερα «Το Βήμα», οι κανόνες του αθλητισμού, όπως το αρχαίο «ευ αγωνίζεσθαι», που αποτελούν και κοινωνικά πρότυπα.

«Το ποδόσφαιρο πρόσθεσε το 19ο αιώνα στους αρχαίους κανόνες το fair play: την εφαρμογή της προτεσταντικής ηθικής – της ηθικής της πράξης- στην εργασία και στον αθλητισμό. Χάρη σε αυτό, οι κανόνες εσωτερικοποιήθηκαν. Η τήρηση τους έγινε θέμα τιμής για τον παίκτη, που επέμενε να τους εφαρμόσει ακόμα και όταν το κοινό τον προέτρεπε να τους παραβιάσει… Ο ποδοσφαιριστής έγινε έτσι συνώνυμο μιας ανώτερης ηθικής» – μέσα και έξω από το γήπεδο, αναφέρεται σε σχετικό άρθρο.

Το «απολίτικο» ποδόσφαιρο συμβάλει και στην ψυχοσωματική υγεία μέσω της αποκατάστασης του πιο απαξιωμένου μέλους του σώματος – του ποδιού. Χάρη στα «μαγικά» που κάνει στο παιχνίδι, όπως λέγεται, «το πόδι κερδίζει το πάνω χέρι έναντι του χεριού». Έτσι ξαναβρίσκει την παλιά του αίγλη: Πρώτον, (χάρη στο μέτρο και το ρυθμό του βαδίσματος), ως βηματοδότης της ψυχής, και δεύτερον, (χάρη στον όρθιο βηματισμό), ως αφετηρία του ορθού λόγου. «Στο γήπεδο ανακαλύπτουμε πάλι, ότι ήταν το πόδι που «γέννησε» το χέρι και το μυαλό. Και ότι η σκέψη μιμείται την κανονικότητα της κίνησής του – όπως η ψυχή τα κτυπήματα της καρδιάς» συμπεραίνει ο αρθογράφος.

Η απολίτικη μπάλα φέρνει λοιπόν τα πάνω κάτω στα αξιακά μας συστήματα. Και εξίσου παράδοξη φαίνεται και η πολιτική της υπεράσπιση – αυτό ακριβώς δηλαδή που συμβαίνει σήμερα στη Βραζιλία. Οι διαδηλωτές δεν απορρίπτουν συλλήβδην το Μουντιάλ, αλλά τη μεγαλομανία της κυβέρνησης και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου ΦΙΦΑ, την καταστολή των διαδηλώσεων από τα πάνοπλα σώματα ασφαλείας, καθώς και τις «αρπαχτές» των εργολάβων και των κρατικών λειτουργών. Οι ίδιοι διαδηλώνουν εξάλλου την αγάπη τους για τη μπάλα κυνηγώντας την τακτικά στο περιθώριο των διαδηλώσεων. Το ζητούμενό τους: το «καθαρό», όχι από βρώμικα συμφέροντα αλλοιωμένο ποδόσφαιρο. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πολιτικές κινητοποιήσεις.

Τέτοιου είδους πολιτικοποίηση λοιπόν, δεν βλάπτει. Το αντίθετο μάλιστα, αποτελεί ευλογία Θεού – έστω και μη Βραζιλιάνου. Κι αυτό, επειδή μόνο με πολιτικοποιημένη σκέψη μπορεί να μετριαστεί η πικρή απογοήτευση από τυχόν αποτυχία της Σελεσάο, να μπει πειθαρχία στις διαδηλώσεις και να αντιμετωπισθούν οργανωμένα οι κρυφές και ανοικτές απειλές των στρατοκρατών. Εχέγγυο επιτυχίας φυσικά δεν υπάρχει: Οι εξελίξεις είναι εντελώς απρόβλεπτες, αφού πίσω από τα γεγονότα στέκεται ο «Θεός» των αστάθμητων παραγόντων – η μπάλα.