Η ελληνική και η ευρωπαϊκή γεωργία μπαίνουν πλέον σε μία οδό επιστροφής στο φεουδαρχικό μοντέλο του μεσαίωνα, με τις πολιτικές υπερσυγκέντρωσης της παραγωγής στα χέρια λίγων, ώστε να είναι κι ανταγωνιστικοί υποτίθεται στο παγκόσμιο περιβάλλον.

Στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης , έχοντας καταλήξει στον τρόπο καταβολής των επιδοτήσεων με τη νέα ΚΑΠ από το 2015 και μετά, μέσω της περιφερειοποίησης με πιθανότερο σενάριο την οριζόντια καταβολή των περίπου 40 ευρώ ανά στρέμμα για τις ετήσιες καλλιέργειες και τα 20 ευρώ ανά στρέμμα για τα βοσκοτόπια, συζητούν πλέον για το ποσό στις πολυετέις (κυρίως δενδρώδεις).

Και φυσικά η συμφωνία τύπου ΝAFTA της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, «θυσιάζει» αγροτικά προϊόντα ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού νότου και αντιστάσεις όπως την καλλιέργεια των μεταλλαγμένων στη γηραιά ήπειρο, προκειμένου να αυξηθούν οι πωλήσεις βιομηχανικών προϊόντων από τον ευρωπαϊκό Βορρά στην Αμερική… Την ίδια ώρα έχει κατατεθεί από ελληνικής πλευράς η μελέτη που έκανε για λογαριασμό του ΣΕΒ η McKinssey για τη γεωργία της επόμενης δεκαετίας και πώς αυτή θα συνδεθεί ξανά με τον δευτερογενή τομέα και τις βιομηχανίες μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων, οι οποίες υπέστησαν ένα σοκ από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ.

H μελέτη αυτή φυσικά μιλά για συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής σε ολιγοπώλια, σε έλεγχο μέσω της συμβολαιακής γεωργίας και του τραπεζικού συστήματος των αγροτικών γαιών και σε τελική ανάλυση στο χτύπημα της οικογενειακής μορφής εκμετάλλευσης που ήταν το μοντέλο που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα δε καθώς το συνεταιριστικό κίνημα είναι διαλυμένο και η οργάνωση των αγροτών σε ομάδες παραγωγών καθυστερεί είναι νομοτελειακός ο έλεγχος της παραγωγής, από εκείνους που ελέγχουν τους βασικούς συντελεστές παραγωγής:


-Τη γη που είναι υποθηκευμένη και θα αποδίδεται στον παραγωγό από το τραπεζικό σύστημα μέσω ετήσιου ενοικίου (ενοικιαστής της ίδιας του της γης).

-Τη ρευστότητα ή την αγροτική πίστη που θα υποχρεώνει τον παραγωγό ή τις ομάδες παραγωγών στην καλύτερη περίπτωση να μην έχουν δυνατότητα διαπραγμάτευσης στην τιμή του προϊόντος, αφού η «συμβολαιακή γεωργία» από τη μία διασφαλίζει τον αγρότη, αλλά από την άλλη «κλειδώνει» τις τιμές,

– Στο πολλαπλασιαστικό υλικό που θα ανήκει στις πολυεθνικές των σπόρων, αν δε επιτραπούν και τα μεταλλαγμένα θα είναι δέσμιος αυτών.

– Και στο νερό που μέσω της ιδιωτικοποίησης των υδροηλεκτρικών και των φραγμάτων θα ανήκει σε ιδιώτες.

Ασφαλώς και οι περιβαλλοντικές πολιτικές θα αποτελέσουν ένα ισχυρό κίνητρο για την παραμονή στην ύπαιθρο μέσω του πυλώνα ΙΙ των αγροτικών επιδοτήσεων.

Εκείνο όμως που προβληματίζει είναι το πώς οι αγρότες θα επιστρέψουν στην παραγωγή, αφού η αγρανάπαυση και η βιολογική γεωργία μειώνουν τις θέσεις απασχόλησης. Από τις χωματερές, τις «λίμνες» γάλακτος και τα «βουνά από βούτυρα» των αρχών του 2000, στις αρχές της νέας δεκαετίας περάσαμε στην εκτατική γεωργία των δημητριακών της χαμηλής απόδοσης των συντελεστών παραγωγής. Σε αυτό συνετέλεσε και η πολιτική του ισχυρού ευρώ που μείωσε την ανταγωνιστικότητα των γεωργικών προϊόντων.

Την ίδια ώρα είχαμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα να αποκτά ακόμη μεγαλύτερη ισχύ εις βάρος της παραδοσιακής βιομηχανίας τροφίμων, αλλά και τη γιγάντωση των δικτύων λιανικής πώλησης. Οι αλυσίδες των σουπερμάρκετ παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο σε μικροοικονομικούς και μακροοικονομικούς δείκτες για όλες τις οικονομίες της ευρωζώνης και ιδιαίτερα για τον πληθωρισμό.

Στη χώρα μας είναι εκείνες που έχουν διαμορφώσει ολιγοπωλιακές πρακτικές και αδυνατίζουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, πιέζοντας ταυτόχρονα και τις βιομηχανίες τροφίμων και τους παραγωγούς. Για τον μεσογειακό Νότο η απεξάρτηση από τους μεσάζοντες δεν μπορεί να γίνει με το μοντέλο που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες του κόσμου, όπως είναι η εξαγορά μεγάλων εκτάσεων ή εκμεταλλεύσεων από τις βιομηχανίες τροφίμων, αλλά μέσω των αλυσίδων σουπερμάρκετ, οι οποίες σταδιακά θα μετατρέψουν τους παραγωγούς και τους μεταποιητές σε υπαλληλικό προσωπικό των εκτάσεων ή των βιομηχανικών μονάδων που οι ίδιες θα κατέχουν, με τη μέθοδο franchise, δίνοντάς τους δηλαδή ένα αντίτιμο για την παραγωγή προϊόντων!

Είναι προφανές ότι στις συνθήκες έντονης έλλειψης ρευστότητας και οι γεωργοί και οι βιομήχανοι έχουν υποθηκεύσει την εργασία τους στις τράπεζες και αυτές με τη σειρά τους μεταβιβάζουν τις επισφάλειες σε όποιους τούς προσφέρουν τη ρευστότητα!

Για την εθνική οικονομία που έχει να προσδοκά πολλά από την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητάς της, από την ελληνική πρωτογενή παραγωγή, που εξακολουθεί να αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα, η γεωργία franchise είναι η επόμενη μεγάλη πληγή… Και δυστυχώς με τις μελέτες του ΣΕΒ και τις εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ που προωθούνται, δημιουργούμε μία νέα τάξη υπερχρεωμένων πολιτών μετά τους εμπόρους και τους βιοτέχνες, τους αγρότες!