Κρίνοντας από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων κάποιος συμπεραίνει ότι οι 400 εκατομμύρια ευρωπαίοι πολίτες που ψήφισαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές καταψήφισαν μαζικά την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οντως το ένα πέμπτο των ψήφων το κέρδισαν τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, αλλά το να χαρακτηρίσουμε το εκλογικό αποτέλεσμα «απόρριψη της Ευρώπης» δεν είναι ούτε σωστό ούτε δίκαιο.
Παρότι έχει διατυπωθεί το επιχείρημα πως η ΕΕ είναι αποστασιοποιημένη από τους πολίτες της, πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι η δημόσια εμπιστοσύνη στους μεγάλους ευρωπαϊκούς θεσμούς παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα σε σχέση με την εμπιστοσύνη στους αντίστοιχους εθνικούς θεσμούς κάθε χώρας, ενώ στην ευρωπαϊκή επικράτεια το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μεγαλύτερο βαθμό αποδοχής (40%) σε σχέση με τα κατά τόπους εθνικά κοινοβούλια (25%).
Μάλιστα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει υψηλότερους δείκτες αποδοχής από τους αντίστοιχους δείκτες στις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν περιοχές όπου η δημοσκοπική αποδοχή του αμερικανικού Κογκρέσου έχει καταρρεύσει ακόμη και κάτω από το 10% επί του συνόλου των ερωτηθέντων.
Πρέπει να τονιστεί ότι όλα τα «κόμματα διαμαρτυρίας» δεν απορρίπτουν συλλήβδην την ΕΕ: στις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πληγεί από την οικονομική ύφεση οι νέοι άνθρωποι ψήφισαν μαζικά –ειδικά στην Ελλάδα –παρατάξεις εναντίον της λιτότητας που δεν απορρίπτουν την ίδια την ΕΕ. Αντιθέτως, τα κόμματα αυτά επιθυμούν περισσότερη αλληλεγγύη από την ΕΕ προκειμένου οι κυβερνήσεις τους να είναι σε θέση να κάνουν μεγαλύτερες δαπάνες για κοινωνικούς σκοπούς.
Η ψήφος διαμαρτυρίας εναντίον της λιτότητας είναι ακόμη πιο δυνατή στις χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι κυβερνήσεις τους στάθηκαν ανίκανες να επιβάλουν αποτελεσματικά τις μεταρρυθμίσεις, σε αντίθεση με την Πορτογαλία και την Ισπανία, οι οικονομίες των οποίων βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης. Ακόμη και στην Ιταλία ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι και η κυβέρνησή του κατάφεραν να ανακόψουν το κύμα του ευρωσκεπτικισμού με το να λάβουν ξεκάθαρα οικονομικά μέτρα και να μην επιρρίψουν στην ΕΕ την ευθύνη για το κάθε πρόβλημα που ενσκήπτει στην Ιταλία.
Αρα οι βαθύτερες ρίζες του ευρωσκεπτικισμού εδράζονται στη γενικότερη απογοήτευση των πολιτών για την κατάσταση των οικονομιών των χωρών τους και τα δυσλειτουργικά εθνικά πολιτικά συστήματα του κάθε κράτους. Το να ασχοληθούμε με τη λιτότητα ή με τις ελεύθερες μετακινήσεις πολιτών εντός της ΕΕ δεν θα κάνει μεγάλη διαφορά. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις στη κάθε χώρα, στην πρωτεύουσα του κάθε κράτους.
Υπ’ αυτή την έννοια η εκλογή του επόμενου προέδρου της Κομισιόν μπαίνει στο περιθώριο. Διότι όποιος και αν εκλεγεί θα μπορεί να βάλει ξανά την ΕΕ μπροστά μόνο αν ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ καταφέρει να προωθήσει με συναίνεση ένα εγχώριο πακέτο μεταρρυθμίσεων και ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον μπορέσει να πείσει τους ψηφοφόρους του πως οι μετανάστες μπορούν να ωφελήσουν την οικονομία της χώρας του.
Η ΕΕ δεν διαθέτει έναν σημαντικό προϋπολογισμό και απλώς θέτει μια σειρά οικονομικούς και κοινωνικούς κανόνες στα κράτη-μέλη της. Αρα η επιτυχία και η αποτυχία φαίνονται κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Σε αυτό το επίπεδο βρίσκονται όλα τα προβλήματα –αλλά και οι λύσεις τους.
Και αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως ψήφος διαμαρτυρίας ενάντια στην ΕΕ στην ουσία είναι μια διαμαρτυρία απέναντι στα όποια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό κάθε χώρας.

HeliosPlus