Οι άνθρωποι δεν είναι αυτόματα. Πόσο μάλλον, όταν εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης. Η φύση της δουλειάς τους, η ενημέρωση, ο προβληματισμός και η ψυχαγωγία, απαιτεί ένα μάξιμουμ ελευθερίας. Γι αυτό και αντιδρούν αλλεργικά απέναντι σε εκείνους που επιχειρούν να την περιορίσουν.

Τέτοια ήταν η αντίδρασή τους και πριν ακριβώς ένα χρόνο, στις 11 Ιουνίου 2013, όταν η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά έβαλε «μαύρο» στην ΕΡΤ. Το ίδιο έκανε μεγάλο μέρος των πολιτών, που ερμήνευσε το «μαύρο» ως την απαρχή ενός γενικότερου περιορισμού των πολιτικών ελευθεριών.

Το υπόλοιπο ήταν σιωπή. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση είχε καταργηθεί. Και μόνο ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παρουσιάσει, με καθυστέρηση εβδομάδων, ένα μεταβατικό φορέα, τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση που μεταβαπτίστηκε σε ΝΕΡΙΤ και στην πράξη διαφέρει ελάχιστα από την παλιά ΕΡΤ.

Ένας σύντομος απολογισμός δείχνει, ότι το κλείσιμο έκανε κακό σε όλους: Καταρχάς στους 2660 απολυμένους υπαλλήλους, εκ των οποίων μόνο λίγες εκατοντάδες επαναπροσλήφθηκαν στη Δημόσια Τηλεόραση – και δη υπό πολύ ταπεινωτικούς όρους -, ή βρήκαν αλλού δουλειά.

Οι υπόλοιποι παραμένουν άνεργοι και συχνά άποροι ύστερα από τη λήξη της οχτάμηνης παροχής του επιδόματος ανεργίας και τη μη καταβολή από το κράτος μεγάλου μέρους της αποζημίωσης που δικαιούνται.

Πολλοί λιμοκτονούν έτσι, ή επιβιώνουν χάρη στα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής, ενώ παράλληλα, μη μπορώντας να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια, κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους.

Και έτσι χειρότερα: Οι 16 νεκροί από αυτοκτονίες, ή αιτίες που σχετίζονται άμεσα με το κλείσιμο.

Ύστερα και στα κυβερνητικά κόμματα, τη Νέα Δημοκρατία και το Πασοκ, που έφαγαν το «μαύρο» της ιστορίας τους στις πρόσφατες εκλογές, μένοντας πολύ πιο πίσω από τον «κόκκινο» ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως, μηδέν κακό αμιγές καλού: Αυτό ήταν η «απρόβλεπτη» απόφαση μεγάλου μέρους των απολυμένων να συνεχίσουν τη λειτουργία της ΕΡΤ – εκπέμποντας καταρχάς κανονικά στις τηλεοπτικές οθόνες, και αργότερα, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης EBU έπαψε να παρέχει την αναγκαία γι αυτό τεχνική υποστήριξη, στο διαδίκτυο.

Η ιδιοτυπία της λειτουργίας: η αυτοδιαχείριση, που βάζει τέρμα στην κρατική εξάρτηση.

Η δημόσια ραδιοτηλεόραση έγινε επιτέλους αυτό που θα έπρεπε ανέκαθεν να είναι – ένα πλουραλιστικό μέσο, το οποίο, στηριγμένο στις δημόσιες αξίες της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδεικνύει όλα τα καυτά τρέχοντα προβλήματα και προσφέρει υψηλό, ποιοτικά, ενημερωτικό και ψυχαγωγικό πρόγραμμα.

Το μοντέλο αυτό, το πρώτο παγκοσμίως που βγήκε άμεσα από τους αγώνες των εργαζομένων, είναι κατά τα άλλα και η απάντησή στο κρίσιμο ερώτημα: Με ποιο τρόπο μπορεί η δημόσια τηλεόραση να γίνει ανεξάρτητη από το κράτος;

Η «νεκρή γέννα» της ΝΕΡΙΤ δείχνει ότι, παρά τις όποιες καλές καταστατικές αρχές, η ανεξαρτησία δεν μπορεί να επιτευχθεί ερήμην των εργαζομένων – η αυτοδιαχείριση, αντίθετα, επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή συμβολή τους σε αυτήν.

Το πρόβλημα: Μέχρι τώρα, οι εργαζόμενοι δεν έχουν δώσει προγραμματική μορφή στην πρακτική τους. Έτσι τους λείπει το πλαίσιο, στο οποίο μπορούν να εντάξουν συστηματικά τόσο τις απαιτήσεις τους έναντι της κυβέρνησης, όσο και το αίτημά τους για μια άλλη ΕΡΤ έναντι των κομμάτων, και ιδιαίτερα των «φιλικών» τους, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η αυτοδιαχείριση αποτελεί αναμφίβολα την πολυτιμότερη κατάκτηση των εργαζόμενων στην πεντηκονταετή σχεδόν ιστορία της ΕΡΤ – και δεν θα έπρεπε να απεμποληθεί με τίποτα. Το αίτημα για τη θεσμοθέτησή της θα έδινε καινούρια διάσταση στη συζήτηση για την επαναλειτουργία της. Έτσι, ειρήσθω εν παρόδω, θα αποκαθιστούσε και τον καταταλαιπωρημένο τα τελευταία χρόνια όρο μεταρρύθμιση. Φτάνει βέβαια, η θεσμοθέτηση να γίνει σε πνεύμα ισονομίας και ισοπολιτείας. Όχι από «μεγαλοψυχία» απέναντι σε όσους «λάκισαν» και συμμετείχαν στο στήσιμο της ΝΕΡΙΤ, ή γενικότερα, σε όποιους αντιτίθενται ιδεολογικά στην αυτοδιαχείριση. Αλλά επειδή οι όροι αυτοί αποτελούν από αμνημόνευτους καιρούς θεμελιακές κατακτήσεις, που δεν πρέπει επίσης να παραβλεφτούν με τίποτα.